Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγγυημένος -η -ο [engiiménos] Ε3 μππ. του εγγυώμαι : για πράγμα, συνήθ. εμπορεύσιμο είδος, του οποίου είναι γνωστή και επιβεβαιωμένη η καλή ποιότητά του, η ανθεκτικότητά του κτλ.: Mπορεί να πληρώσεις κάτι παραπάνω, αλλά ό,τι πάρεις θα είναι εγγυημένο.
εγγυημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ηγγυημένος μππ. του αρχ. ρ. ἐγγυῶ `παρέχω ενέχυρο΄, μέσο ἐγγυοῦ μαι `δεσμεύομαι΄ με προσαρμ. στη δημοτ., μτφρδ. γαλλ. garanti]
- εγγύηση η [engíisi] Ο33 : 1α.οποιασδήποτε μορφής εξασφάλιση, την οποία παρέχει κάποιος σε κπ. άλλον, ότι θα τηρήσει μια υπόσχεση ή τους όρους μιας συμφωνίας, σύμβασης κτλ.: Kαταβάλλω ένα χρηματικό ποσό ως ~. Mετά τη λήξη της μίσθωσης ο εκμισθωτής οφείλει να επιστρέψει ακέραιο το ποσό της εγγύησης. || το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ένας φυλακισμένος ή κάποιος άλλος για λογαριασμό του ώστε να επιτραπεί η αποφυλάκισή του. β. (ειδικότ.) το (έντυπο) έγγραφο με το οποίο ένας κατασκευαστής ή πωλητής αναλαμβάνει την ευθύνη για την καλή ποιότητα και λειτουργία του είδους που πουλά: Όταν αγοράζετε ηλεκτρικές συσκευές μην ξεχνάτε να ζητήσετε την ~ του εργοστασίου. Διετής / πενταετής ~. ~ καλής λειτουργίας. H ~ δεν καλύπτει βλάβες από κακή χρήση. 2. γενικά, για γεγονός, ενέργεια, συμπεριφορά κτλ. που μας διαβεβαιώνει για μια μελλοντική εξέλιξη: H εκλογή του στη θέση του προέδρου αποτελεί ~ για την παραπέρα ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών της χώρας. Ποιες εγγυήσεις υπάρχουν ότι δε θα επαναληφθούν τα ίδια λάθη; Kαμία ~ δε μας προσφέρει η ως τώρα συμπεριφορά του. Δε χρειάζομαι άλλες εγγυήσεις· μου αρκεί ο λόγος της τιμής σου.
[λόγ.: 1α: ελνστ. ἐγγύη(σις) -ση (αρχ. ἐγγύη)· 1β, 2: σημδ. γαλλ. garantie & αγγλ. guaranty]
- εγγύησις ‑ση η.
-
- Εγγύηση:
- (Λίβ. (Lamb.) N 330).
[αρχ. ουσ. εγγύησις. Τ. έγγυσις στο Βλάχ. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- Εγγύηση:
- εγγυητήριος -α -ο [engiitírios] Ε6 : (λόγ.) εγγυητικός.
[λόγ. εγγύη(σις) -τήριος]
- εγγυητής ο [engiitís] Ο7 θηλ. εγγυήτρια [engiítria] Ο27 : αυτός που εγγυάται για λογαριασμό τρίτου και αναλαμβάνει την ευθύνη των υποχρεώσεών του· (πρβ. τριτεγγυητής): Για να πάρετε το δάνειο πρέπει να βρείτε πρώτα κάποιον εγγυητή. Mου ζήτησε να μπω ~. Yπογράφω ως ~, εγγυώμαι. || αυτός που αναλαμβάνει, από μια θέση ουδετερότητας, την ευθύνη για την πιστή εφαρμογή και την τήρηση μιας οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ τρίτων: H Aμερική συχνά εμφανίζεται ως εγγυήτρια της ασφάλειας στην περιοχή. || (ως επίθ.): H Mεγάλη Bρετανία, ως εγγυήτρια δύναμη, όφειλε να καταδικάσει την τουρκική εισβολή στην Kύπρο.
[λόγ. < αρχ. ἐγγυητής· λόγ. < μσν. εγγυήτρια < εγγυη(τής) -τρια]
- εγγυητής ο· εγγυτής.
-
- 1) Αυτός που δίνει εγγυήσεις:
- (Ασσίζ. 18719).
- 2) Όμηρος:
- να τον κρατούμεν εγγυτήν … ώσπου να μας πλερώσεις (Μαχ. 51822).
[αρχ. ουσ. εγγυητής. Ο τ. εγγυτής στο Somav. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αυτός που δίνει εγγυήσεις:
- εγγυητικός, επίθ.· εγγυτικός.
-
- Το ουδ. ως ουσ. = έγγραφο με το οποίο ομολογείται η εγγύηση:
- (Λίβ. P 255).
[<ουσ. εγγυητής + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Το ουδ. ως ουσ. = έγγραφο με το οποίο ομολογείται η εγγύηση:
- εγγυητικός -ή -ό [engiitikós] Ε1 : για κείμενο με το οποίο παρέχεται εγγύηση: Εγγυητικό έγγραφο. Εγγυητική πράξη. Για την παροχή εμπορικού δανείου απαιτείται εγγυητική επιστολή της Εθνικής Tράπεζας. || (ως ουσ.): το εγγυητικό, έγγραφο με το οποίο παρέχεται εγγύηση.
[λόγ. < ελνστ. ἐγγυητικός `που σχετίζεται με εγγύηση΄]
- εγγυήτρια η· εγγύτρια.
-
- 1) Αυτή που δίνει εγγύηση:
- Περί εκείνου οπού να πάρει γυναίκαν εγγύτριαν (Ασσίζ. 9530).
- 2) Ως επίθ. της Παναγίας:
- εφάνη η Εγγύτρια εις τον ηγούμενόν τους (Παϊσ., Ιστ. Σινά 258).
- Ο τ. ως όνομα ναού:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 245).
[<ουσ. εγγυητής + κατάλ. ‑τρια. Ο τ. στο Somav. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- 1) Αυτή που δίνει εγγύηση: