Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγγονός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγγονός ο [eŋgonós] Ο17 θηλ. εγγονή [eŋgoní] Ο29 : ο γιος ή η κόρη του παιδιού κάποιου, σε σχέση με αυτόν (τον παππού ή τη γιαγιά)· (πρβ. εγγόνι): Έχουν δυο εγγονές από την κόρη τους. Έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στο μεγαλύτερο εγγονό του.

[αρχ. ἔγγονος με μετακ. τόνου αναλ. προς τα γιος, ανεψιός· μσν. εγγονή < ελνστ. ἐγγόνη με μετακ. τόνου κατά το εγγονός]

[Λεξικό Κριαρά]
έγγονος ο.
  • Εγγόνι, εγγονός:
    • (Πτωχολ. α 180).

[αρχ. ουσ. έγγονος. Τ. ός σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες