Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: είρω
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
είρων ο [íron] θηλ. είρων [íron] Ο : (λόγ.) είρωνας. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.

[λόγ. < αρχ. εἴρων ὁ, ἡ `που κρύβει τις σκέψεις του, που μας δουλεύει΄ με εξέλ. της σημ. κατά την πλατωνική φιλοσοφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
είρωνας ο [íronas] Ο5 θηλ. είρωνας [íronas] : ως χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να ειρωνεύεται, δηλαδή να προσποιείται άγνοια ή να εκφράζει σκέψεις, συναισθήματα κτλ. λίγο ή πολύ διαφορετικά από τα πραγματικά του, για να περιπαίξει ή να χλευάσει άλλον: Aλαζόνες, είρωνες και σαρκαστές. || (ως επίθ.).

[λόγ. < αρχ. εἴρων, αιτ. -ωνα (δες στο είρων)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειρωνεία η [ironía] Ο25 : 1α. περιφρονητικός ή υποτιμητικός αστεϊσμός, εμπαιγμός, χλευασμός ή σαρκασμός σε βάρος άλλου τον οποίο εκφράζει κάποιος με τη διατύπωση μιας γνώμης ή με την έκφραση ενός συναισθήματος διαφορετικών ή αντίθετων από αυτό που νομίζει ή αισθάνεται: Λεπτή / διακριτική / σαρκαστική / δεικτική / αμείλικτη ~. Πικρή / πικρόχολη ~. Δεν ανέχομαι πια τις ειρωνείες και τα υπονοούμενά του. β. (γραμμ). σχήμα λόγου κατά το οποίο ένας ομιλητής χρησιμοποιεί λέξεις ή φράσεις με περιεχόμενο εντελώς αντίθετο από αυτό που εννοεί, για να χλευάσει ή να περιπαίξει, να ψέξει, να εκφράσει έντονη αγανάκτηση κτλ.: H ~ συνήθως γίνεται αντιληπτή από τον ιδιαίτερο τόνο της φωνής ή τη χρήση ορισμένων σημείων στίξης. (έκφρ.) τραγική ~: α. (φιλολ., θέατρ.) τεχνική στην πλοκή του μύθου που παρουσιάζει τους ήρωες να αγνοούν την αλήθεια, τους θεατές όμως να τη γνωρίζουν και να αγωνιούν για την πλάνη των ηρώων. β. για τις περιπτώσεις στις οποίες, ενώ κάποιος αναμένει κτ. ευχάριστο και ενεργεί ανάλογα, του συμβαίνει ένα γεγονός τραγικό. ~ της τύχης, για ευτυχές ή δυσάρεστο γεγονός που συμβαίνει στη ζωή τη στιγμή ακριβώς κατά την οποία αναμένεται (ή και συμβαίνει) το αντίθετο. 2. (φιλοσ.) Σωκρατική ~, η συζητητική μέθοδος του Σωκράτη, ο οποίος, προσποιούμενος άγνοια, έθετε στους συνομιλητές του ερωτήσεις τέτοιες που αποκάλυπταν την αντιφατικότητα των λόγων τους.

[λόγ. < αρχ. εἰρωνεία `προσποίηση, προσποιητή μετριοφροσύνη΄ με εξέλ. της σημ. κατά την πλατωνική φιλοσοφία & και κατά τη σημ. του γαλλ. ironie & αγγλ. irony < λατ. ironia < αρχ. εἰρωνεία]

[Λεξικό Κριαρά]
ειρωνεία η.
  • Σαρκασμός που γίνεται με λεπτότητα:
    • μειδιάσας προς αυτόν μετ’ ειρωνείας έφην (Διγ. Z 3133).

[αρχ. ουσ. ειρωνεία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειρωνεύομαι [ironévome] Ρ5.1β : κοροϊδεύω, περιπαίζω, χλευάζω κπ., (ή τα λεγόμενα, τις αδυναμίες κτλ. κάποιου) λέγοντας κτ. λίγο ή πολύ διαφορετικό από αυτό που σκέφτομαι ή αισθάνομαι, ή προσποιούμενος άγνοια: Mιλάς σοβαρά ή με ειρωνεύεσαι; Tόλμησε στ΄ αλήθεια να αμφισβητήσει το τάλαντό σας; απόρησε, ειρωνευόμενος τη ματαιοδοξία του.

[λόγ. < αρχ. εἰρωνεύομαι `προσποιούμαι άγνοια΄, ελνστ. σημ.: `σαρκάζω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ειρωνεύομαι.
  • Εμπαίζω κάπ.:
    • (Έκθ. χρον. 1215).

[αρχ. ειρωνεύομαι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ειρωνικά, επίρρ.
  • Με ειρωνεία:
    • ειρωνικά εφθέγξαντο τοιάδε προς εκείνον (Διγ. Z 741).

[<αρχ. επίθ. ειρωνικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειρωνικός -ή -ό [ironikós] Ε1 : (για λόγο, έκφραση, συμπεριφορά) που έχει στόχο να ειρωνευτεί: Ειρωνική ερώτηση / απάντηση / διάθεση / στάση / συμπεριφορά / έκφραση. Ειρωνικό ύφος / χαμόγελο / μειδίαμα / γέλιο / βλέμμα· (πρβ. σαρκαστικός). ~ θαυμασμός / έπαινος. Ειρωνικά σχόλια. ειρωνικά & (λόγ.) ειρωνικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εἰρωνικός `ανειλικρινής΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. ειρωνεία· λόγ. < αρχ. εἰρωνικῶς `κοροϊδευτικά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες