Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: είμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
είμαι [íme] Ρ πρτ. ήμουν, μτχ. όντας* (οι άλλοι χρόνοι, ανάλογα με τη σημασία, από τα γίνομαι, υπάρχω, στέκομαι)· στον προφορικό και λογοτεχνικό κυρίως λόγο η αρχική συλλαβή παθαίνει αφαίρεση στη συμπροφορά: Εσύ ΄σαι, πού ΄ναι, που ΄ναι, θα ΄μαστε, να ΄μασταν, να ΄μαι, να ΄σαι : I.(συνδετικό με συμπλήρωμα της έννοιάς του κατηγορούμενο) 1α. δηλώνει ποιότητα ή ιδιότητα: H γη είναι στρογγυλή. Είναι καλοί άνθρωποι. Είναι άτακτο παιδί. β. δηλώνει κατάσταση ή διάθεση: Είναι άρρωστη / απογοητευμένη. Είναι λυπημένος / χαρούμενος. Aπό υγεία είμαστε καλά. Είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές;, τρελάθηκες; 2. με μππ. ρήματος για το σχηματισμό περιφραστικών τύπων, οι οποίοι εκφράζουν, συνήθ., μια απόχρωση μεγαλύτερης διάρκειας από αντίστοιχους τύπους με το ρήμα έχω και απαρέμφατο αορίστου: ~ δεμένος· (πρβ. έχω δεθεί). Ήταν κρυμμένοι· (πρβ. είχαν κρυφτεί). II. (ως υπαρκτικό) 1α. υπάρχω, έχω υπόστα ση, είμαι στη ζωή: Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. β. υπάρχω με ορισμένη ιδιότητα ή βρίσκομαι σε μια κατάσταση: Είναι δήμαρχος. ~ καλά. ~ εκτός εαυτού. Είναι σε εκκρεμότητα. 2. με γενική που δηλώνει: α. ιδιότητα: Πόσων χρόνων είσαι; Tο καπέλο σου δεν είναι της μόδας. Είναι της εμπιστοσύνης μας. β. με γενική κτητική, ανήκω σε κπ.: Είναι της παρέας μας. Tίνος είναι το βιβλίο; Tα χωράφια / τα λιβάδια / οι βοσκές είναι του αφέντη. 3. με την πρόθεση με: α. συμφωνώ, συμπράττω: Mε ποιον είσαι τέλος πάντων; Mε ποιο κόμμα είσαι; β. φορώ: Ήταν ακόμα με τις μπιτζάμες / με τις παντόφλες. γ. βρίσκομαι μαζί με κπ.: Είναι με τον άντρα της. δ. βρίσκομαι σε κάποια διάθεση: Είσαι με τα καλά σου; ΦΡ είναι με τα φεγγάρια* του. 4. με την πρόθεση για: α. προορίζομαι: Για ποιον είναι το γράμμα; || ετοιμάζομαι, σκοπεύω να πάω κάπου: ~ για εκδρομή. ~ για ύπνο. β. είμαι ενδεδειγμένος, άξιος, ενδείκνυμαι, αξίζω: Είναι για γέλια. Είναι για πέταμα. || (οικ.): Είναι για αξιωματικός, είναι κατάλληλος. 5. με την πρόθεση από: α. κατάγομαι: ~ από χωριό. Είναι από την Aθήνα. (έκφρ.) είναι από την Πάρο, θέλει όλο να παίρνει. || Είναι από σόι. β. προέρχομαι: Tα σταφύλια είναι από την Kόρινθο. H φράση είναι από την Aγία Γραφή. 6. με την πρόθεση σε δηλώνει: α. κατάσταση: ~ στα κέφια μου. ΦΡ ~ στις μαύρες* μου. ~ / βγαίνω στον αέρα*. β. ηλικία: Είναι στα δέκα / στα είκοσι. γ. τόπο: Είναι στη θάλασσα / στο βουνό. δ. χρόνο, εποχή: Είμαστε στα 1996. Είμαστε στο καλοκαίρι / στην άνοιξη. 7. με την πρόθεση χωρίς: Είμαστε χωρίς χρήματα. 8. με το μόριο να: Ύστερα από αυτή την καταστροφή ~ να πεθάνω. Είμαστε να μας κλαίνε. 9. με επίρρημα: Είναι καλά / άσκημα / βαριά. Είναι αλλού, σκέφτεται άλλα, είναι αφηρημένος. 10. με τοπικό προσδιορισμό: Πίσω από το βουνό είναι μια λίμνη. Πού ~; Σε ποιο σημείο είσαι; 11. με εμπρόθετο προσδιορισμό: Δεν είναι στα καλά του / με τα καλά του, παραλογίζεται, είναι τρελός. Ήταν στο κέφι. ~ σε θέση να…, μπορώ, έχω τη δυνατότητα. 12. διάκειμαι: Πώς είστε; ~ καλά. Ήταν θυμωμένος. 13. παρευρίσκομαι: Ήμουν κι εγώ εκεί. 14. ανήκω: Είναι της Bουλής / της κεντρικής επιτροπής. Ήταν άνθρωπος του βασιλιά. 15. μετέχω: Ήταν κι αυτός στο κίνημα. 16. είμαι απασχολημένος με κτ.: ~ στις εξετάσεις. Είναι δικαστικός αντιπρόσωπος στις εκλογές. ~ στην υποδοχή. 17. συμπεριλαμβάνομαι, συγκαταλέγομαι: Δεν ~ στη λίστα αναμονής. Είναι ανάμεσα στους τυχερούς που πέρασαν στις εξετάσεις. Δεν είναι στον κατάλογο των επιτυχόντων. 18. (στο γ' πρόσ.) α. γίνεται, συμβαίνει: Tι είναι;, τι συμβαίνει, τι τρέχει; β. (για χρόνο, εποχή): Tι ώρα είναι; H ώρα είναι δώδεκα ακριβώς. Είναι πρωί ακόμη. Είναι άνοιξη. || φτάνει, έφτασε, ήρθε: Είναι ώρα να φύγουμε. Ώρα είναι να του δίνουμε, έφτασε η ώρα να φύγουμε. Είναι καιρός να μάθεις την αλήθεια. || Είναι πολλές ώρες που έφυγε, πέρασαν. γ. (για καιρικές καταστάσεις) επικρατεί: Είναι κρύο / ζέστη. δ. είναι ενδεδειγμένο, σωστό: Δεν είναι τρόπος αυτός. ε. πρόκειται: Ήταν να φύγω αλλά δεν μπόρεσα. || Είναι να έρθει, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει. Ήταν να πάμε στο χωριό. στ. εναπόκειται: Στο χέρι σου είναι να γίνει. || Δεν είναι αρμοδιότητά μου να αποφασίσω. ζ. είναι ανάγκη, αξίζει, υπάρχει λόγος: Είναι να το βλέπεις και να μην το χορταίνεις. Είναι να τρελαθείς. Είναι να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Δεν είναι να το πιστεύεις. η. (με το που) συμβαίνει να…: Είναι που του έδωσα ραντεβού, αλλιώς θα έφευγα. θ. (οικ.) υπάρχει, υπήρξε: Είναι φόβος να ζημιώσουμε. Ήταν όνειρο. Όνειρο ήταν και πάει. ι. είναι δικαιολογημένο: Είναι να χάνεις το νου σου. ια. είναι μοιραίο, αναπόφευκτο: Όταν είναι να αποτύχεις, άδικα προσπαθείς. Όταν είναι να φτωχύνεις, στραβώνεσαι. Ήταν να γίνει το κακό. ιβ. (οικ.) είναι πρέπον, ορθό, αξίζει: Δεν ήταν να του φερθείς τόσο απότομα. Είναι να ΄χεις τέτοια ιδέα για μένα; Είναι να γίνεται λόγος για τόσο μικρό ζήτημα; ιγ. (σε απρόσωπες εκφορές): Ήταν ανάγκη να σηκωθείς τόσο πρωί; Είναι φυσικό να μην το θυμάσαι. || Έτσι δεν είναι;, για επιβεβαίωση: Θα φύγουμε αύριο, έτσι δεν είναι; (λόγ. έκφρ.) τις ει;, στο στρατό, ερώτηση σκοπού προς όποιον πλησιάζει. ΦΡ και εκφράσεις ~ της γνώμης* ότι… και πού ΄σαι ακόμα, αναμένονται και άλλα καλύτερα ή χειρότερα. όπου* να ΄ναι. όσο* να ΄ναι. ~ κτ. για κπ., αποτελώ, θεωρούμαι: Είσαι για μένα το παν. είναι που είναι, έχει κατεξοχήν την ιδιότητα που αναφέρθηκε: Είναι που είναι άρρωστη, βγαίνει έξω και θα χειροτερέψει. αυτός κι αν είναι, είναι σε μεγάλο βαθμό: Aυτός κι αν είναι τρελός. Aυτό κι αν είναι λάθος. εδώ είσαι, κι εδώ ~ / εδώ είμαστε (και θα δεις), για έντονη διαβεβαίωση: Εδώ ~ / είμαστε και θα δεις που θα βγω αληθινός. εσύ είσαι που το λες*; αυτός είσαι!, για θαυμασμό, ενθουσιασμό ή έντονη διαβεβαίωση. ~ μείον*. (δεν) ~ στα καλά μου, (δεν) έχω τα λογικά μου. είναι / δεν είναι στο χέρι* κάποιου να κάνει κτ. ~ ως εδώ*. ~ μέσα*. να ΄ταν (και) να, είθε να: Nα ΄ταν φτερά να είχε η ψυχή. είσαι και φαίνεσαι*. ~, που να μην ήμουν, απευχή: ~, που να μην ήμουν, υπερβολικά φιλότιμος / ευαίσθητος. είναι για γέλια*. δεν είναι / είναι του γούστου* μου. ΠAΡ Εκεί / αυτού που είσαι ήμουνα κι εδώ που ~ θά ΄ρθεις, οι γεροντότεροι στους νεότερους. Πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, για συναναστροφές.

[μσν. είμαι < αρχ. εἰμί, μεταπλ. κατά τα κείμαι, στέκομαι ή < ελνστ. υποτ. *qμαι (< αρχ. υποτ. tμαι αναλ. προς τα Fqς, Fq) μετά τη σύμπτ. των τύπων οριστ. και υποτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
είμαι· έ (μπροστά από φωνήεν, μπροστά από ορισμένα σύμφωνα αντί έν)· εί (μπροστά από ορισμένα σύμφωνα)· είν (μπροστά από σύμφωνο)· είνιαι· είνιν· έν· έναι· έναιν· ένι· γ´ πληθ. παρατ. έτον· ήτασιν· απαρέμφ. είσθαιν· είσθαινε· είσται· είσταιν· μτχ. έσοντα(ς)· εστόντα· έστοντα(ς)· έστοντος· εστόντος· ησντα· όντα(ς).
  • Α´
    • 1)
      • α) (Τριτοπρόσ.) υπάρχει:
        • τιμιότερον της αρετής ουκ ένι (Σπαν. A 149
      • β) υπάρχω στη ζωή, ζω:
        • να με θυμάσαι, λυγερή, ώστε να ζεις και να ’σαι (Ch. pop. 244).
    • 2)
      • α) (Με τις προθ. για, εις ή και το να) προορίζομαι για:
        • εκιντύνευεν και ήτον εις απώλειαν (Χρον. Μορ. H 8554· Κυπρ. ερωτ. 10534), (Ερμον. Ρ 247
      • β) είμαι έτοιμος για κ.:
        • αδυναμίζεις και είσαι να αρρωστήσεις (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 413
      • γ) είμαι κατάλληλος:
        • γιατί δεν ήμου, ουδ’ ήσωνα να κάμω τέτοιο γάμο (Ερωτόκρ. Ε´ 274
      • δ) φρ. δεν είναι για τ’ ατζί μου, βλ. αντζίον 1 φρ.
    • 3)
      • α) Δημιουργούμαι:
        • είπεν ο Θεός: «Ας είναι φως»· και ήτον φως (Πεντ. Γέν. I 3
      • β) γίνομαι:
        • ήτονε αιτία η γυνή του να ρίξει αυτός το σπίτι του (Βεντράμ., Γυν. 142
      • γ) φρ. είμαι εις βοήθειαν, εις ζημίαν κάπ. = γίνομαι βοηθός, ζημιώνω κάπ.:
        • (Χρον. Μορ. H 6112), (Μαχ. 62014).
    • 4)
      • α) (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) βρίσκομαι:
        • εις την καδέκλα ήτονε μια φούσκα πλακωμένη (Στάθ. Β´ 49
      • β) βρίσκομαι (σε μια κατάσταση):
        • ο κούντη τε Ρουχάς έναι εις μεγάλην αγάπην με την κυράν μας (Μαχ. 22034
      • γ) βρίσκομαι (με κάπ. μορφή):
        • ως έναι … εγράφως (Ελλην. νόμ. 51615
      • δ) παρευρίσκομαι:
        • Περί των μαρτύρων οπού εντέχεται να ένι εις την διαθήκη (Ασσίζ. 2643
      • ε) βρίσκομαι (σε ηλικία):
        • Είκοσι χρόνων ήτονε εις μέτρον ηλικίας (Λίμπον. 127
      • στ) φρ. είμαι του καιρού μου = έχω την ηλικία μου:
        • (Θυσ. 680
      • ζ) φρ. είμαι εις (δέκα, είκοσι …) χρόνους = έχω ηλικία (δέκα, είκοσι …) χρόνων:
        • (Μαχ. 55018).
    • 5) Κατάγομαι:
      • Πατήρ μας ήτον από των Δουκάδων την μερέαν (Διγ. Esc. 137).
    • 6)
      • α) (Με κατηγ. που δηλώνει ιδιότητα):
        • ο κόσμος έν προσωρινός (Σπαν. A 521
      • β) (με την πρόθ. από και αιτιατ. δηλώνει την ύλη):
        • έναι από κρέας (Ιμπ. 543).
    • 7) Ανήκω:
      • εκείνος του ποίου ήτον η οικία (Ασσίζ. 42229).
  • Β´ Απρόσ.
    • 1) (Με ακόλουθο το ότι) συμβαίνει, γίνεται:
      • αν σε έτυψα πολλάκις, ουκ ήτον ότι εμίσουν σε (Αναγν., Στ. πολιτ. 24
      • (προκ. για τελετή):
        • τα νιάμερά τση ήταν οψές (Βοσκοπ. 381).
    • 2) Πρόκειται:
      • ήτον να γινεί μέγαν σκάνταλον (Βουστρ. 3105).
    • 3) (Με ακόλουθο το να) είναι δυνατόν:
      • Η Σάρρα πλιο δεν ήτονε να γαστρωθεί κοπέλι (Θυσ. 43).
    • 4) Είναι σωστό, ορθό, πρέπει:
      • είναι να ’ξετάσω τα μυστήρια των εκκλησιών; (Μαχ. 6634).
    • 5) (Με ουδ. επιθ. όπως δίκαιον, καλόν, μπορετόν, πρεπόν, κλπ., ή ουσ. όπως καιρός, χρειά, χρήση, κλπ.):
      • Δίκιον είναι μιτά μου να θρηνίζεις (Κυπρ. ερωτ. 9421· Διγ. Α 1732), (Κυπρ. ερωτ. 684), (Θυσ. 1017 κριτ. υπ.
      • Δεν είν’ καιρός να καρτερώ, η ώρα με σπουδάζει (Θυσ. 277· Ροδολ. Α´ 650), (Ελλην. νόμ. 56125).
  • Γ´ Φρ.
    • 1) (Με το μόριο ας και το γ´ πρόσ. του ενεστ.) ας ένι = έστω, ας πούμε:
      • (Μαχ. 4745).
    • 2)
      • α) Είμαι εις την βουλήν = σκέπτομαι, σχεδιάζω να …:
        • (Μαχ. 40621
      • β) με τη γεν. βουλής, θελημάτου, κλπ. = έχω τη σκέψη, την πρόθεση:
        • (Μαχ. 37013‑4
      • γ) είμαι εις την βουλήν κάπ. = είμαι σύμφωνος με τις σκέψεις κάπ., συμφωνώ με κάπ.:
        • (Λίβ. N 3703).
    • 3) Είμαι εις την εξουσίαν κάπ. = εξουσιάζομαι από κάπ.:
      • (Ασσίζ. 4124‑5).
    • 4) Είμαι εις θέλημα = βρίσκομαι στη διάθεση κάπ.:
      • (Μαχ. 1085‑6).
    • 5) Είμαι εις ορισμόν κάπ. = είμαι υπήκοος, υποτελής, κλπ., κάπ.:
      • (Χρον. Μορ. H 6190).
    • 6) Είμαι εις τας χείρας, στα χέρια κάπ. = είμαι στη διάθεση κάπ.:
      • (Ερωφ. Δ´ 351).
    • 7) Είμαι εις εντροπήν κάπ. = ντροπιάζω κάπ.:
      • (Διήγ. παιδ. 466).
    • 8) Είμαι εις όρεξη να … = έχω διάθεση, επιθυμία να …:
      • (Μαχ. 27610).
    • 9) Είμαι στην τιμήν, εις λύπην = κ. με τιμά, με λυπεί:
      • (Κυπρ. ερωτ. 10469), (Διγ. Esc. 1291).
    • 10) Είμαι απάνω εις … = είμαι επικεφαλής, διοικώ:
      • (Κορων., Μπούας 94).
    • 11) Είμαι αποκάτω, αποκατωθιό(ν), βλ. αποκάτω 3α φρ. (3), 3δ φρ. και αποκατωθιό 2.
    • 12) Είμαι προς = προορίζομαι να …:
      • (Σπαν. O 207).
    • 13) Ούτως είμαι προς (κάπ.) = φέρομαι έτσι σε κάπ.:
      • (Σπαν. A 86).
    • 14) Είμαι το ένα με κάπ., βλ. είς 9.
    • 15) Είναι της καρδιάς (μου, σου, του) = (μου, σου, του) αρέσει:
      • (Ιμπ. 314).
    • 16) Είναι η ελπίδα μου εις … = στηρίζω τις ελπίδες μου σε κ.:
      • (Σπαν. A 523).
    • 17) Είναι ο νους μου εις … = σκέπτομαι …:
      • (Λίμπον. 186).
    • 18) Τι έν τό …; = γιατί …;:
      • Τι έν τό εμποδίζονται και ουκ έρχουνται εδώθεν; (Αχιλλ. O 203).
  • Δ´ Εκφρ. έ με, έν τον, έ μας, έν τους = να με, να τον, να μας, να τους:
    • (Κατζ. Α´ 1, Δ´ 171).
  • Ε´ Ως βοηθητ.
    • α) με μτχ. παρκ. για να δηλωθεί μονιμότερη διάρκεια της έννοιας του ρ. = έχω + απαρέμφ. αορ.:
      • θανατερά ήτονε λαβωμένος (Λίμπον. 526
    • β) με μτχ. ενεστ. μέσ. = οριστ. ενεστ. μέσ.:
      • Γενουβήσοι ήτον θαρούμενοι να πάρουν την Βενετίαν (Μαχ. 58625
      • φρ. είναι κείμενον = αναγράφεται στο νόμο, υπαγορεύεται από το νόμο:
        • (Ασσίζ. 15417
    • γ) με μτχ. αορ. = οριστ. αορ.:
      • ήτον ομόσοντα (Χρον. Μορ. H 5489).
  • ΣΤ´ Οι μτχ. έσοντας (να … ή οπού …) και έστοντας (να … ή και να …) σε θέση αιτ. συνδ. = επειδή συνέβαινε ή συνέβη να … (πβ. σημασ. Β´1), επειδή …:
    • (Διακρούσ. 8411), (Συναδ. φ. 25ν), (Παλαμήδ., Βοηβ. 725
    • έστοντας και καθημερνώς να πηαίνει στο παλάτι, ο ρήγας … σαν τέκνο τον εκράτει (Ερωτόκρ. Α´ 89).
  • Ζ´ Η μτχ. έσοντας πιθ. ουσιαστικοπ. = το είναι, η ύπαρξη:
    • ουκ εμέμφθησαν ποσώς απέ το έσοντάς του (Θησ. Δ´ [496]).

[<αρχ. ειμί κατά τα μέσα κείμαι, κάθημαι, κλπ. Οι τ. έναι, ένι, έτον και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες