Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δῆμος
29 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δήμος ο [δímos] Ο18 : 1. διοικητική περιφέρεια που διοικείται από αιρετό δήμαρχο και δημοτικό συμβούλιο: ~ Aθηναίων / Θεσσαλονίκης / Πειραιώς / Nέας Σμύρνης. Ένωση δήμων και κοινοτήτων. 2. το σύνολο των κατοίκων, ο πληθυσμός της αντίστοιχης περιοχής: Όλος ο ~ κατέβηκε στη διαδήλωση. ΦΡ τα εν οίκω* μη εν δήμω. 3. το σύνολο των διοικητικών υπηρεσιών του δήμου: Tα απορριμματοφόρα / τα συνεργεία / οι υπηρεσίες του δήμου. 4. το δημαρχείο.

[λόγ. < αρχ. δῆμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσία [δimosía] επίρρ. : (λόγ.) σε δημόσια εμφάνιση, μπροστά σε κοινό.

[λόγ. < αρχ. δημοσίᾳ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσιά η [δimosxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) δημόσιος (αμαξιτός) δρόμος, συνήθ. έξω από κατοικημένη περιοχή: Tο χωριό απέχει λίγα χιλιόμετρα από τη ~. Άφησαν τη ~ και πήραν το μονοπάτι.

[μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος]

[Λεξικό Κριαρά]
δημοσία η· δεμοσία· δεμοσιά.
  • Φαρδύς, μεγάλος δρόμος:
    • ταύτα ακούσαντες οι σπανοί οι μεν εις τα όρη έδωκαν, οι δε εις τας δημοσίας (Σπανός A 192· Κυπρ. ερωτ. 9528).

[θηλ. του επιθ. δημόσιος ως ουσ. Ο τ. δεμοσία τον 11. αι. Τ. ιά και σήμ. Η λ. το 10.(;) αι. (LBG, λ. ιος)]

[Λεξικό Κριαρά]
δημοσίᾳ, επίρρ.
  • 1) Ενώπιον πλήθους, μπροστά στο λαό:
    • εσύντυχε τότεσον δημοσίᾳ (Κορων., Μπούας 74).
  • 2) Με δημόσιο πλειστηριασμό, με δημοπρασία:
    • τον πλούτον αυτού δημοσίᾳ επώλησεν, ίνα λάβῃ ο βασιλεύς το χρέος (Ιστ. πολιτ. 7715).

[αρχ. επίρρ. δημοσίᾳ. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δημοσιακός, επίθ.· δεμοσιακός.
  • 1) Που σχετίζεται με το δημόσιο ή ανήκει στο δημόσιο, δημόσιος:
    • δημοσιακάς ενοχάς (Παράφρ. Χων. 586).
  • 2) Έκφρ. δεμοσιακός τόπος = δημόσιο ταμείο, θησαυροφυλάκιο του κράτους:
    • Ηύρεν γαρ ο πρίγκιπας τον δεμοσιακόν τόπον εξηλειμμένον παντελώς (Χρον. Μορ. H 8663).

[μτγν. επίθ. δημοσιακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσίευμα το [δimosíevma] Ο49 : κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στον τύπο: Δημοσιεύματα εφημερίδων / περιοδικών. H κυβέρνηση διέψευσε τα δημοσιεύματα του τύπου για ανασχηματισμό. || (ειδικότ.) άρθρο, μελέτη επιστημονικού κυρίως περιεχομένου, που έχει δημοσιευτεί σε ανάλογο έντυπο (περιοδικό, βιβλίο κ.ά.)· δημοσίευση: Επιστημονικό ~. Επιστήμονας με πολλά δημοσιεύματα.

[λόγ. δημοσιεύ(ω) -μα μτφρδ. γαλλ. publication]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσίευση η [δimosíefsi] Ο33 : 1. η ενέργεια του δημοσιεύω, η δημόσια γνωστοποίηση ιδίως μέσο του τύπου: H ~ των αποτελεσμάτων / των πρακτικών της δίκης / του νόμου στην εφημερίδα της Kυβερνήσεως. Πρέπει να απαγορευτεί η ~ προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων; 2. δημοσίευμα: Επιστημονικές δημοσιεύσεις σε περιοδικά και σε επετηρίδες. || Ξένη ~, ειδική επί πληρωμή καταχώριση στον τύπο.

[λόγ. < ελνστ. δημοσίευ(σις) `δημόσια γνωστοποίηση΄ -ση & σημδ. γαλλ. publication]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσιεύσιμος -η -ο [δimosiéfsimos] Ε5 : που μπορεί ή που αξίζει να δημοσιευτεί: H εργασία αυτή δεν είναι δημοσιεύσιμη.

[λόγ. δημοσιεύ(ω) -σιμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσιεύω [δimosiévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. ανακοινώνω, καθιστώ κτ. ευρύτερα γνωστό κυρίως μέσο του τύπου: Οι εφημερίδες δημοσίευσαν τα αποτελέσματα των εκλογών / το κείμενο του νομοσχεδίου / τα ονόματα των επιτυχόντων στις εξετάσεις. 2. καταχωρίζω σε ένα έντυπο, κυρίως σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, ένα κείμενο (άρθρο, αγγελία, διαφήμιση, μελέτη κτλ.): H αγγελία / η διαφήμιση / η ανακοίνωση είναι δημοσιευμένη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας. 3. εκδίδω: Έχω δημοσιεύσει δύο βιβλία / τρεις ποιητικές συλλογές.

[λόγ. < ελνστ. δημοσιεύω, αρχ. σημ.: `κοινολογώ΄]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες