Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δύναμις η· δύναμη· αιτιατ. δυνάμη.
-
- 1)
- α) Σωματική δύναμη, ευρωστία:
- (Διγ. Άνδρ. 39928)·
- β) (προκ. για σώμα) αντοχή:
- από την στράταν την πολλήν οπού έκαμνεν έδειχνεν την δύναμίν του (Διγ. Άνδρ. 34310‑1)·
- γ) (προκ. για φρούριο) στερεότητα, αντοχή:
- ρίκτουσίνε λουμπαρδιές … τη δύναμη των καστελιώ, οπού ’χασι να δούνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38816).
- α) Σωματική δύναμη, ευρωστία:
- 2) (Μεταφ.) ψυχική αντοχή, θάρρος:
- Παίρνει ψυχή και δύναμη τσ’ Αθήνας το φουσσάτο (Ερωτόκρ. Δ´ 1063).
- 3)
- α) Η ικανότητα για κάπ. ενέργεια, μπόρεση:
- (Σαχλ., Αφήγ. 664)·
- εκφρ. κατά (την) δύναμιν, όση δύναμις, ως δύναμις = όσο μπορεί κανείς:
- (Σπαν. A 500), (Σπαν. V 74), (Σπαν. P 175)·
- β) πλούτος:
- πτωχόν σου συγγενήν … βοήθει τον από την δύναμίν σου (Σπαν. A 551).
- α) Η ικανότητα για κάπ. ενέργεια, μπόρεση:
- 4)
- α) Ισχύς, εξουσία:
- είναι δύναμη εις το χέρι μου να κάμω μετ’ εσάς κακό (Πεντ. Γέν. XXXI 28)·
- β) (προκ. για το Θεό) παντοδυναμία:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5407)·
- γ) έκφρ. εις τη δύναμη της ημερούς ετουτηνής = ακριβώς την ίδια μέρα:
- (Πεντ. Έξ. XII 17).
- α) Ισχύς, εξουσία:
- 5) Στρατιωτικές δυνάμεις, στρατεύματα:
- έμασεν δύναμιν πολλήν και άπειρα φουσσάτα (Χρον. Τόκκων 1690).
- 6) (Με το επίθ. αόρατος) ουράνιες, θεϊκές δυνάμεις:
- (Καναν. 542).
- 7) (Προκ. για φάρμακο) δραστική ιδιότητα:
- (Ιερακοσ. 4472).
- 8) (Νομ.) εγκυρότητα, κύρος, ισχύς:
- πρέπει να ένι στερεωμένη (ενν. η διαθήκη), ότι πάσα η δύναμις κείται εις τους μάρτυρας (Ασσίζ. 3955).
- 9) Μαγική δύναμη:
- α θέλεις να ίδεις δύναμιν τό έχει το γαϊτάνιν, δέσε το εις το τραχήλι σου (Λίβ. Esc. 4084).
- 10) Ενδυνάμωση, ενίσχυση:
- ν’ απέλθει στον Μορέαν διά συμμαχίαν και δύναμιν του τόπου (Χρον. Μορ. H 6496).
- 11) Ορμή:
- Ευφράτης το ποτάμι … έρχετον με την πολλήν δυνάμη (Αλεξ. 2780).
- 12) Σφοδρότητα, αγριότητα:
- δείξασι δύναμιν, λέγω, τόση που τόσην λύπην ημπορεί και των πετρών να δώσει (Διακρούσ. 1071)·
- έκφρ. με δύναμης = με βίαιο τρόπο:
- (Χρον. Μορ. H 15).
- 13) Οχυρό, κάστρο:
- να μας δώσεις εις το νησσίν σου μίαν δύναμιν, κανέναν καστέλιν (Μαχ. 3522).
[αρχ. ουσ. δύναμις. Ο τ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυναμισμός ο [δinamizmós] Ο17 : I1. η ιδιότητα του δυναμικού: Άνθρωπος με μεγάλο δυναμισμό, δραστήριος και μαχητικός. 2. για δραστηριότητα που παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία της εξέλιξης: Ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι παρουσιάζουν μεγάλο δυναμισμό. II. (φιλοσ.) δυναμοκρατία.
[λόγ. < γαλλ. dynamisme < αρχ. δύναμ(ις) -isme = -ισμός]