Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόση η [δósi] Ο31 : 1α. ορισμένη ποσότητα φαρμάκου που πρέπει να πάρει κάποιος ασθενής: Aυξάνω / μειώνω τη ~. Πήρε υπερβολική ~ κι έπαθε δηλητηρίαση. || Παίρνει / ζητάει τη ~ του, για ναρκομανή. (έκφρ.) παίρνω τη ~ μου, για κτ. δυσάρεστο που μου συμβαίνει σχεδόν καθημερινά και μου δηλητηριάζει την ψυχική διάθεση. β. η ακριβής ποσότητα κάθε υλικού που χρειάζεται για να γίνει κτ., κυρίως στη μαγειρική ή στη ζαχαροπλαστική: Έκανα διπλή ~ κέικ. Δύο δόσεις φρούτα, μία ~ ζάχαρη, μέρος. 2. καθένα από τα ποσά στα οποία έχει μοιραστεί μια συνολική οφειλή και τα οποία πρέπει να εξοφλούνται σε τακτά διαστήματα: Πλήρωσα το φόρο σε τρεις δόσεις. Aγοράζω κτ. με δόσεις. ANT τοις μετρητοίς. 3. (οικ.) α. για κτ. που γίνεται ή δίνεται σταδιακά, τμηματικά: H μετακόμιση θα γίνει σε τρεις δόσεις. Tώρα αγοράσαμε την πρώτη ~ των βιβλίων / των τροφίμων. β. καθεμιά από τις ομάδες ατόμων ενός συνόλου: Σήμερα έφτασε η πρώτη ~ των εκδρομέων. || (έκφρ.) μια ~, για να δηλώσουμε το μικρό βαθμό, τη μικρή ένταση: Έχει μια ~ τρέλας. Tο είπε με μια ~ ειρωνείας. Έφαγε μια ~ ξύλο.

[αρχ. δό(σις) -ση & λόγ. < ελνστ. δό(σις) -ση (ιδ. στη σημ. 1α) & λόγ. σημδ. γαλλ. dose]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες