Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόξα
21 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόξα η [δóksa] Ο25α : 1α. πολύ μεγάλη υπόληψη, φήμη και θαυμασμός που απολαμβάνει κάποιος, σε εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο, για τις λαμπρές επιτυχίες ή ικανότητές του: Aθάνατη / αιώνια / εφήμερη ~. H ~ και το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας. Ο M. Aλέξανδρος πέθανε όταν βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. H ~ συχνά γεννά το φθόνο. (γνωμ.) τον πλούτο(ν) πολλοί εμίσησαν, τη(ν) δόξα(ν) ουδείς. (έκφρ.) κάποιος ζηλεύει τη ~ κάποιου άλλου, θέλει να τον μιμηθεί σε κτ. αξιόλογο: Ο Θεμιστοκλής ζήλεψε τη ~ του Mιλτιάδη. Ο εμπρηστής ζήλεψε τη ~ του Nέρωνα. προς δόξα(ν) του / της…, ειρωνικά για τον υπεύθυνο αρνητικών ή δυσάρεστων ενεργειών ή καταστάσεων: Xρειάστηκα ένα μήνα για ένα απλό πιστοποιητικό, προς δόξαν της ελληνικής γραφειοκρατίας. …και ξανά προς τη ~ τραβά, ειρωνικά για κακή, δυσάρεστη κατάσταση που, ύστερα από μια μικρή παύση, συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση. (λόγ.) πεδίον / στάδιον δόξης λαμπρόν, συνήθ. ειρωνικά, για τη δυνατότητα που δίνεται σε κπ. να δράσει δημιουργικά προκαλώντας το θαυμασμό των άλλων. || Δόξα, προσωποποίηση της δόξας στη λογοτεχνία και στην τέχνη: H Δόξα στεφανώνει τους ήρωες του 1821. β. εκδήλωση πολύ μεγάλης εκτίμησης και θαυμασμού για κπ. ή για κτ.: Aξίζει τιμή και ~ σ΄ αυτούς που θυσιάστηκαν για την πατρίδα. Γνώρισε μεγάλες δόξες όσο ζούσε. (έκφρ.) κάποιος / κτ. είναι στις δόξες του, για πρόσωπο σε περίοδο παντοδυναμίας ή δημοτικότητας ή για κτ. που συγκεντρώνει την προτίμηση του κόσμου: Tην ηθοποιό αυτή τη θυμάμαι όταν ήταν στις δόξες της. Tα χρόνια που το τραμ ήταν στις δόξες του. δρέπω ~, δοξάζομαι. || (εκκλ.) ύμνος ευχαριστίας που αναπέμπεται στο Θεό στις εκφράσεις ~ σοι ο Θεός* / ~ τω Θεώ* / ~ να ΄χει ο Θεός* / τέλος* και τω Θεώ ~. ΦΡ στο ~ πατρί, στο σημείο που βρίσκεται ανάμεσα στα φρύδια και στη μύτη: Πυροβόλησε και τον πέτυχε στο ~ πατρί. γ. για κπ. που έχει διακριθεί σε έναν τομέα, συνήθ. καλλιτεχνικό, και που έχει γίνει πασίγνωστος: Οι παλιές δόξες του ελληνικού κινηματογράφου. 2α. (εκκλ.) H ~ του Θεού, η κατάσταση της λαμπρότητας και της ακτινοβολίας του θεϊκού φωτός, η ουράνια μακαριότητα. β. (ζωγρ.) φωτεινό περίγραμμα, κυκλικό ή ωοειδές, που περιβάλλει τη μορφή του Xριστού. 3. (λαϊκότρ.) το ουράνιο τόξο.

[1: αρχ. δόξα· 2: ελνστ. δόξα `γνώμη, (καλή) υπόληψη, δόξα΄· 3: μσν. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δόξα η.
  • 1)
    • α) Υπόληψη, τιμή, φήμη:
      • (Φλώρ. 621), (Απολλών. 769), (Ιστ. Βλαχ. 2224
    • β) αυτός εξαιτίας του οποίου προσδίδεται σε άλλους δόξα:
      • Βελισάριος ονόματι, η δόξα των Ρωμαίων (Διήγ. Βελ. χ 11
    • γ) προκ. για τη θεϊκή δόξα:
      • (Θρ. Θεοτ. 123
    • δ) έκφρ. ο βασιλεύς της δόξης, βλ. βασιλεύς 2.
  • 2) Λαμπρότητα, φωτεινότητα:
    • ανελήφθη ο Χριστός εις ουρανούς εν δόξῃ (Απολλών. 1).
  • 3) Φρ. δίδω δόξαν … ή φέρω δόξα = δοξάζω:
    • (Θρ. Κύπρ. Μ 214), (Διγ. Z 1139).
  • 4) Το ουράνιο τόξο:
    • να φανεί η δόξα εις το σύννεφο (Πεντ. Γέν. IX 14).

[αρχ. ουσ. δόξα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοξάζω [δoksázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κάνω κπ. ή κτ. ένδοξο, συντελώ στη δημιουργία ή στη διάδοση της πολύ καλής φήμης του: Λαμπροί επιστήμονες και καλλιτέχνες δόξασαν την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ο M. Aλέξανδρος δοξάστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. β. (μππ.) β1. που έχει αποκτήσει δόξα με τις σπουδαίες πράξεις του, συνήθ. στον πολεμικό τομέα: Δοξασμένος στρατηγός, ένδοξος. Δοξασμένα παλικάρια. β2. για κτ. που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη από τις σπουδαίες πράξεις που έγιναν σ΄ αυτό (τοπικά ή χρονικά): Tα δοξασμένα ελληνικά βουνά. Tα δοξασμένα χρόνια του 1821. 2. με εγκωμιαστικούς λόγους ή ύμνους τιμώ κπ. ή του εκφράζω τις ευχαριστίες μου, κυρίως το Θεό: Aς είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού. Nα δοξάζουμε το Θεό που μας δίνει υγεία.

[αρχ. δοξάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
δοξάζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω, τιμώ κάπ. ή κ.:
        • (Θησ. Β´ [754]), (Λίβ. Sc. 2062
        • μηδέν εντρέπεται το ψέμα να δοξάζει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 391
      • β) κάνω κάπ. να αποκτήσει δόξα, τιμή:
        • τ’ όνομά μου δόξασέ το (Πτωχολ. α 920· Βίος Αλ. 4115).
    • 2)
      • α) (Προκ. για το Θεό, την Παναγία, τους αγίους, κλπ.) υμνώ, δοξολογώ:
        • (Διγ. Άνδρ. 40138), (Λεηλ. παροικ. 467
      • β) (προκ. για τον έρωτα):
        • (Φαλιέρ., Ιστ. 205).
    • 3) Τιμώ· γιορτάζω:
      • η Ανατολή δοξάζει την Ασωμάτων σύναξιν (Λίμπον. 491).
  • II. (Μέσ.) προσκυνώ· τιμώ:
    • ο Σολομών γελάστη, διατί την πόρτα μπαίνοντας τα είδωλα δοξάστη (Δεφ., Λόγ. 698).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ξακουσμένος:
    • κεφάλι δοξασμένο (Λίμπον. 433
    • Τροίαν την δοξασμένην (Ερμον. Θ 263).

[αρχ. δοξάζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δοξαράκι το.
  • Μικρό δοξάρι, τόξο:
    • (Κατζ. Γ´ 88).

[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. άκι. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δοξαράς ο.
  • Κατασκευαστής τόξων:
    • μαΐστορες … δοξαράδες (Διήγ. παιδ. 623).

[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. άς. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δοξαράτορας ο.
– Πβ. και τοξάτορας.
  • Τοξότης:
    • (Ερωτόκρ. Β´ 646).

[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. άτορας. Η λ. στο Du Cange (λ. δοξάρι)]

[Λεξικό Κριαρά]
δοξαράτος ο.
  • Στρατιώτης οπλισμένος με τόξο, τοξότης:
    • (Χρον. Μορ. P 6716).

[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. άτος. Η λ. στο Du Cange (λ. δοξάρι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοξάρι το [δoksári] Ο44 : 1. λεπτό και εύκαμπτο επίμηκες ξύλο, κατά μήκος του οποίου είναι τεντωμένες φυσικές (κυρίως αλόγου) ή τεχνητές τρίχες, και που το χρησιμοποιούν για να δονούν τις χορδές ορισμένων εγχόρδων, όπως π.χ. του βιολιού, του βιολοντσέλου κτλ.· τόξο2στ: Mάγος του δοξαριού, για κπ. που παίζει με μεγάλη δεξιοτεχνία κάποιο έγχορδο όργανο. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) α. τόξο: Λύγισε το ~ και έριξε τη σαΐτα. β. ουράνιο τόξο.

[μσν. δοξάρι(ον) < ελνστ. τοξάριον υποκορ. του αρχ. τόξ(ον) -άριον ίσως με παρετυμ. επίδρ. του δόξα]

[Λεξικό Κριαρά]
δοξάρι το· δοξάριν· τοξάρι· τοξάριν· τοξάριον.
  • Τόξο:
    • δοξάρια και πίλες (Ασσίζ. 49622
    • σαΐτες και δοξάρι (Ερωτόκρ. Γ´ 317
    • (σε μεταφ. προκ. για τον έρωτα):
      • ουδένα δεν απέφυγεν το φλογερόν δοξάρι (Διγ. Z 179).

[μτγν. ουσ. τοξάριον. Η λ. στο Meursius (η) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες