Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δόμα το· δόμαν.
-
– Βλ. και δόσμα.
- Δώρο, χάρισμα, δωρεά:
- Περί του δόματος τό ημπορεί ο πατήρ ή η μήτηρ να αφήσουν των παιδιών τους (Ασσίζ. 1617)·
- έκφρ. νέον δόμα, βλ. νέος Εκφρ. 2.
[αρχ. ουσ. δόμα. Η λ. και ο τ. και σήμ. κυπρ.]
- Δώρο, χάρισμα, δωρεά:
[Λεξικό Κριαρά]
- δομάννα η.
-
- Παναγία·
- (εδώ) εικόνισμα της Παναγίας:
- (Θρ. Κυπρ. Μ 703).
- (εδώ) εικόνισμα της Παναγίας:
[<ιταλ. madonna με αναγραμματισμό και παρετυμ. προς το μάννα]
- Παναγία·