Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωδεκάχορδος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωδεκάχορδος -η -ο [δoδekáxorδos] Ε5 : για μουσικό όργανο που έχει δώδεκα χορδές: Δωδεκάχορδη κιθάρα.

[λόγ. < μσν. δωδεκάχορδος < δωδεκα- + χορδ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες