Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυστυχώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυστυχώ [δistixó] Ρ10.9α μππ. δυστυχισμένος* : είμαι δυστυχισμένος, ζω ζωή δυστυχισμένη. ANT ευτυχώ: Στα χρόνια της εχθρικής κατοχής η πατρίδα μας δυστυχούσε. Δυστύχησε στο γάμο της, έκανε ένα δυστυχισμένο γάμο. || (ειδικότ.) είμαι δυστυχισμένος εξαιτίας πολύ μεγάλης φτώχειας. ANT ευημερώ: Έμεινε άνεργος και η οικογένειά του δυστυχεί.

[λόγ. < αρχ. δυστυχῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
δυστυχώ· μτχ. παρκ. αδυστυχημένος· δυστυχημένος· δυστυχισμένος.
  • Είμαι δυστυχισμένος:
    • αν ευτυχείς, μη χαίρεσαι και αν δυστυχείς, μη κλαίεις (Γλυκά, Στ. 377).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Κακότυχος:
      • δυστυχισμένο βασίλειο (Χρον. σουλτ. 2637).
    • 2) (Με ουσ. που δηλώνουν χρόνο) που φέρνει δυστυχία, δυσοίωνος:
      • Τρίτη αδυστυχημένη (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 124).

[αρχ. δυστυχέω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυστυχώς [δistixós] επιρρ. τροπ. : ως έκφραση λύπης για κάποιο δυσάρεστο συμβάν. ANT ευτυχώς: H εγχείρηση, ~, απέτυχε. ~ δε θα μπορέσω να σε εξυπηρετήσω. ~ απέτυχες στις εξετάσεις.

[λόγ. < αρχ. δυστυχῶς]

[Λεξικό Κριαρά]
δυστυχώς, επίρρ.
  • Με τρόπο δυστυχή, ατυχή:
    • (Βίος Αλ. 2381), (Καλλίμ. 707).

[αρχ. επίρρ. δυστυχώς. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες