Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυνατά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δυνατά, επίρρ.· αδυνατά.
  • 1) Με δύναμη, με σφοδρότητα, ισχυρά:
    • εδόξεψά τσι αδυνατά (Πανώρ. Ε´ 71).
  • 2) Υπερβολικά, πάρα πολύ:
    • αδυνατά εφοβήθηκα (Πανώρ. Α´ 325).
  • 3) Με δυνατή φωνή, δυνατά:
    • δυνατά φωνάζει (Συναξ. γυν. 861).
  • 4) Βαριά:
    • αρματωμένοι δυνατά (Αχιλλ. L 905).
  • 5) (Προκ. για δέσιμο) σφιχτά:
    • να την δεσμεύσουν (ενν. την κόρην) δυνατά (Φλώρ. 603).
  • 6) Αυστηρά, με δριμύτητα:
    • εβλεπίσαν τους πολλά δυνατά (Μαχ. 54427).
  • 7) Με αλαζονεία, υπερήφανα:
    • συνήθιν έχουν οι μαντατοφόροι … να συντύχουν ολλίγον δυνατά (Μαχ. 29422).
  • 8) Με αντοχή, καρτερικά:
    • να υποφέρεις δυνατά τον καύσωνα του ήλιου (Φυσιολ. (Legr.) 264).

[<επίθ. δυνατός. Ο τ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες