Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυναμερός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δυναμερός, επίθ.
  • Ανδρείος, δυνατός, θαρραλέος:
    • πολλά δυναμεροί, μεγάλοι στην ανδρείαν (Αχέλ. 1695).

[<ουσ. δύναμη + κατάλ. ερός. Πβ. L‑S και LBG. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες