Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρυς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρυς η [δrís] Ο γεν. δρυός, αιτ. δρυ, πληθ. δρύες, γεν. δρυών, αιτ. δρυς : η βελανιδιά, κυρίως όταν αναφερόμαστε στην ξυλεία που μας δίνει αυτό το δέντρο: Πόρτες / έπιπλα από δρυ, δρύινα. (απαρχ.) ΦΡ δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται*.

[λόγ. < αρχ. δρῦς]

[Λεξικό Κριαρά]
δρυς ο· δρυάς· ιδρύς· αιτιατ. ιδρύους.
  • Βαλανιδιά:
    • αμπέλι με δρυάδες κληματερούς (Βαρούχ. 645).

[αρχ. ουσ. δρυς η με αλλαγή γένους. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., κ.α.) και λόγ. (θηλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες