Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρεπάνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρεπανηφόρος -ος / -α -ο [δrepanifóros] Ε14 : που είναι εξοπλισμένος με δρεπάνια: Δρεπανηφόρο άρμα*.

[λόγ. < αρχ. δρεπανηφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες