Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δράττομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δράττομαι [δrátome] Ρ : μόνο στη λόγια έκφραση ~ της ευκαιρίας, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία και δεν την αφήνω να χαθεί· αρπάζω την ευκαιρία.

[λόγ. < ελνστ. δράττομαι, αρχ. σημ.: `αρπάζω με το χέρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες