Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δράκτης ο.
-
- Αυτός που αρπάζει, άρπαγας:
- άνθρωποι ξένοι, ζητηταί και δράκται και κουρσάροι (Καλλίμ. 878).
[<αόρ. του δράσσω + κατάλ. ‑της. Η λ. το 10.(;) αι. (LBG)]
- Αυτός που αρπάζει, άρπαγας: