Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δράγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δράγμα η· δράχμα.
– Βλ. και δραχμή.
  • Μονάδα βάρους ίση με το 1/8 της ουγγιάς = 3,333 γρ. (πβ. δραχμή 1):
    • να βάλεις … τρεις ουγγίας ξίδι … και μίαν δράχμα φίνα κανέλα (Αγαπ., Γεωπον. 237
    • ανάμιση δράγμα μαργαριτάρι (αυτ. 226).

[<παλαιότ. ιταλ. dragma - dracma <λατιν. drachma <ελλ. δραχμή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες