Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοῦλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δούλος ο [δúlos] Ο18 θηλ. δούλη [δúli] Ο30 & δούλα* [δúla] Ο25 : 1α. αυτός που είχε στερηθεί την προσωπική του ελευθερία και κάθε ανθρώπινο δικαίωμα και που αποτελούσε ιδιοκτησία κάποιου· (πρβ. σκλάβος): Οι δούλοι στην αρχαία Ελλάδα / στην αρχαία Ρώμη αποτελούσαν μέρος της περιουσίας των ελεύθερων πολιτών. || (επέκτ.) άνθρωπος στον οποίο δεν αναγνωρίζονται, στην πράξη, ορισμένα δικαιώματα: Kαι στην εποχή μας ακόμη άλλοι είναι δούλοι και άλλοι αφέντες. Tους συνεργάτες του τους αντιμετωπίζει σαν δούλους. β. (μτφ., αρσ.) αυτός που είναι απόλυτα εξαρτημένος από κτ., με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ενεργεί ως πνευματικά ή ψυχικά ελεύθερος άνθρωπος: Είναι ~ των παθών του / του ποτού / των ναρκωτικών. 2α. (παρωχ., μειωτ.) υπηρέτης. (έκφρ.) ~ σας (ταπεινός)!, στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο, ως έκφραση μεγάλου σεβασμού και υποταγής. β. (εκκλ.) Ο ~ / η δούλη του Θεού, χαρακτηρισμός του πιστού και ταπεινού χριστιανού. 3. (ως επίθ., λόγ.) υπόδουλος: H δούλη χώρα.

[2α: αρχ. δοῦλος `σκλάβος΄ (η νέα σημ. μσν.)· η φρ. λόγ. σημδ. γαλλ. serviteur· 1: λόγ. < αρχ. δοῦλος (β: μσν. σημ.)· 2β: λόγ. ελνστ. σημ.· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. asservi· λόγ. < αρχ. δούλη `σκλάβα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δούλος ο· βούλος.
  • 1)
    • α) Υπηρέτης, δούλος:
      • βασιλιούς, σκλάβους, φτωχούς και δούλους (Πανώρ. Ε´ 59
    • β) εκφρ. δούλος του Θεού, του Κυρίου = προκ. για ευσεβή χριστιανό:
      • (Διγ. Esc. 60
      • Μηδέν θελήσεις …, Κύριε, ο εχθρός σου να πολεμεί τους δούλους σου (Διακρούσ. 10816).
  • 2) Ως φιλοφρόνηση προς επίσημα πρόσωπα:
    • Της πανιερότητός σου δούλος (Βλαστού, Επιστ. 177).
  • 3) (Μεταφ.) κυριευμένος από μια κατάσταση, ένα πάθος:
    • δούλος της αγάπης (Φλώρ. 1512).
  • 4) Υποτελής, υπήκοος:
    • καλοί πιστοί σας δούλοι (Κορων., Μπούας 117).

[αρχ. ουσ. δούλος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δουλοσύνη η.
  • 1) Υποδούλωση:
    • νίκας εποίησα πολλάς, μεγάλας δουλοσύνας (Ριμ. Βελ. ρ 645
    • (μεταφ.):
      • συνεδουλογράφησεν καμέ μετά των άλλων εις δουλοσύνην φοβεράν όλην μου την καρδίαν (Καλλίμ. 741).
  • 2) Υποταγή· υπακοή:
    • να δείξομεν σ’ αυτούς τιμήν και δουλοσύνην (Πένθ. θαν. 118).
  • 3) Ταπεινότητα, ταπεινοφροσύνη:
    • μετά φόβου και στοργής και μετά δουλοσύνης (Πουλολ. 575).
  • 4) Υπηρεσία:
    • εις την δουλοσύνην αυτού προσεδέξατό με (Ψευδο-Σφρ. 52224).

[αρχ. ουσ. δουλοσύνη. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες