Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοχή
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δοχή η.
  • 1) Εισφορά·
    • (μεταφ.):
      • έπασχεν (ενν. ο δράκος), … να πάρει την δοχή μου (Πικατ. 44).
  • 2) Υποδοχή:
    • ποιήσας δοχήν μεγάλην (Δούκ. 4179).
  • Η λ. και ως τοπων.:
    • (Συναδ. φ. 88ν).

[αρχ. ουσ. δοχή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες