Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοτική η [δotikí] Ο29 : (γραμμ.) πτώση της αρχαίας ελληνικής, της λατινικής και μερικών άλλων νεκρών ή ζωντανών γλωσσών, που δηλώνει αυτόν στον οποίο πηγαίνει η ενέργεια του ρήματος: ~ χαριστική. Στις εκφράσεις, “δόξα τω Θεώ”, “τοις μετρητοίς” έχουμε διατήρηση της αρχαίας δοτικής.
[λόγ. < ελνστ. δοτική (αρχ. επίθ. δοτικός `που έχει την τάση να δίνει΄)]