Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δος
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
δος το,
βλ. δίδω ΙΒ´5α.
[Λεξικό Κριαρά]
δόσα, δόσια τα,
βλ. δώσια.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοσάς ο [δosás] Ο1 : (προφ.) δοσατζής.

[δόσ(η) -άς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοσατζής ο [δosadzís] Ο8 θηλ. δοσατζού [dosadzú] Ο37 : (προφ.) έμπορος που πουλάει τα εμπορεύματά του με δόσεις, γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι.

[δόσ(η) -ατζής· δοσατζ(ής) -ού]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόση η [δósi] Ο31 : 1α. ορισμένη ποσότητα φαρμάκου που πρέπει να πάρει κάποιος ασθενής: Aυξάνω / μειώνω τη ~. Πήρε υπερβολική ~ κι έπαθε δηλητηρίαση. || Παίρνει / ζητάει τη ~ του, για ναρκομανή. (έκφρ.) παίρνω τη ~ μου, για κτ. δυσάρεστο που μου συμβαίνει σχεδόν καθημερινά και μου δηλητηριάζει την ψυχική διάθεση. β. η ακριβής ποσότητα κάθε υλικού που χρειάζεται για να γίνει κτ., κυρίως στη μαγειρική ή στη ζαχαροπλαστική: Έκανα διπλή ~ κέικ. Δύο δόσεις φρούτα, μία ~ ζάχαρη, μέρος. 2. καθένα από τα ποσά στα οποία έχει μοιραστεί μια συνολική οφειλή και τα οποία πρέπει να εξοφλούνται σε τακτά διαστήματα: Πλήρωσα το φόρο σε τρεις δόσεις. Aγοράζω κτ. με δόσεις. ANT τοις μετρητοίς. 3. (οικ.) α. για κτ. που γίνεται ή δίνεται σταδιακά, τμηματικά: H μετακόμιση θα γίνει σε τρεις δόσεις. Tώρα αγοράσαμε την πρώτη ~ των βιβλίων / των τροφίμων. β. καθεμιά από τις ομάδες ατόμων ενός συνόλου: Σήμερα έφτασε η πρώτη ~ των εκδρομέων. || (έκφρ.) μια ~, για να δηλώσουμε το μικρό βαθμό, τη μικρή ένταση: Έχει μια ~ τρέλας. Tο είπε με μια ~ ειρωνείας. Έφαγε μια ~ ξύλο.

[αρχ. δό(σις) -ση & λόγ. < ελνστ. δό(σις) -ση (ιδ. στη σημ. 1α) & λόγ. σημδ. γαλλ. dose]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοσιμετρία η [δosimetría] Ο25 : η μέτρηση της ακτινοβολίας σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, ακτινοθεραπευτικές διατάξεις κτλ.

[λόγ. < γαλλ. dosimétrie < αρχ. δόσι(ς) + -métrie = -μετρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοσίμετρο το [δosímetro] Ο40 : όργανο για τη μέτρηση της ακτινοβολίας σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, ακτινοθεραπευτικές διατάξεις κτλ.

[λόγ. < διεθ. dosimeter < αρχ. δόσι(ς) + μέτρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόσιμο το [δósimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δίνω: Aυτά τα ρούχα τα έχω για ~. Tο ολοκληρωτικό ~ του εαυτού του στην επιστήμη, αφιέρωση. 2. Bασιλικά δοσίματα, στο Bυζάντιο και στην περίοδο της Tουρκοκρατίας, το ετήσιο μίσθωμα των γεωργών προς τους γαιοκτήμονες.

[μσν. δόσιμον < δοσ- (δίνω) -ιμον]

[Λεξικό Κριαρά]
δόσιμο(ν) το.
  • 1) Δωρεά, προσφορά·
    • έκφρ. νέον δόσιμον, βλ. νέος Εκφρ. 2.
  • 2) Φόρος:
    • να ημπορούμεν οι πτωχοί να δίδομεν τα τέλη και τα πολλά δοσίματα (Ιστ. Βλαχ. 2576).
  • 3) Χτύπημα:
    • να κρεμνισθεί εις δόσιμον (Ιατροσ. κώδ. ρο´).

[ουδ. του μτγν. επιθ. δόσιμος ως ουσ. Βλ. και LBG (ον). Η λ. (ο) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δόσις ‑ση η· έδοσις.
  • 1) Δωρεά, δώρο:
    • οκάτις άνθρωπος … πολομά δόσιν ενού ανθρώπου (Ασσίζ. 15511
    • (ως σύστ. αντικ.):
      • (Ασσίζ. 1557).
  • 2) Δόσιμο, ελεημοσύνη:
    • ας έν κρυφή η έδοσις, κανείς να μην το ξεύρει (Δεφ., Λόγ. 146).
  • 3) Φόρος:
    • τον κοινόν λαόν εβάρυνε διά δόσεως χρημάτων (Έκθ. χρον. 6821).
  • 4) Χτύπημα:
    • Ο Μενέλαος … και ο Πείσανδρος … αστοχήσασιν τας δόσεις (Ερμον. Π 172).

[αρχ. ουσ. δόσις. Η λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες