Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δορά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δορά η [δorá] Ο24 : (λόγ.) γδαρμένο δέρμα ζώου· τομάρι.

[λόγ. < αρχ. δορά]

[Λεξικό Κριαρά]
δόραλον το,
βλ. τάλιρο.
[Λεξικό Κριαρά]
δορατίζω.
  • Ρίχνω το δόρυ:
    • (Ερμον. Λ 92).

[<ουσ. δόρυ + κατάλ. ίζω. Το μέσ. στον Ησύχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες