Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δολιεύομαι [δoliévome] Ρ5.1β : (λόγ.) μεταχειρίζομαι δόλο.
[λόγ. < ελνστ. δολιεύομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- δολιεύομαι.
-
- Μεταχειρίζομαι δόλο, μηχανεύομαι:
- τον δολιευσάμενον την φαρμακοποσίαν και τον θάνατον του Τζέμη (Ιστ. πολιτ. 547).
[μτγν. δολιεύομαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Μεταχειρίζομαι δόλο, μηχανεύομαι: