Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διώχνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διώχνω [δjóxno] -ομαι Ρ3 : 1. αναγκάζω κπ. να απομακρυνθεί από κάποιο χώρο με βίαιο τρόπο ή με απότομη συμπεριφορά: Mην τολμήσεις να ξανάρθεις εδώ, γιατί θα σε διώξω με τις κλοτσιές / κακήν κακώς. ~ τον εχθρό, τον αποκρούω. H αστυνομία διώχνει από το κέντρο της πόλης τους παράνομους μικροπωλητές. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να με διώξεις. || ~ τα αδέσποτα σκυλιά / τις μύγες / τα κουνούπια. ΠAΡ Ήρθαν τα άγρια* να διώξουν τα ήμερα. 2α. για να εκφράσουμε γενικά την έννοια της απομάκρυνσης, της διακοπής των σχέσεων που γίνεται με επέμβαση ή με πρωτοβουλία της μιας πλευράς: ~ ένα μαθητή από το σχολείο, τον αποβάλλω. ~ έναν ενοικιαστή, του κάνω έξωση ή δεν του ανανεώνω το συμβόλαιο ενοικίασης. ~ έναν εργαζόμενο από τη δουλειά του, τον απολύω. ~ τον / τη σύζυγο, τον / τη χωρίζω. ~ έναν αλλοδαπό, τον απελαύνω. || Ο αέρας διώχνει τα σύννεφα, τα διαλύει. β. απαλλάσσω κπ. από κτ. δυσάρεστο: H ασπιρίνη διώχνει τον πόνο. Ένα καλό βιβλίο διώχνει την ανία. γ. (προφ.) δηλώνω αδυναμία ή δείχνω αδιαφορία να εξυπηρετήσω κπ.: Έχει τόσο μεγάλη πελατεία που αναγκάζεται να διώχνει τον κόσμο. Mας έδιωξαν από το αεροδρόμιο, γιατί ματαιώθηκε η πτήση. || Mας έδιωξαν από το σχολείο τις δύο τελευταίες ώρες, μας άφησαν να φύγουμε. δ. κάνω κπ. να μην επιθυμεί τη σχέση, τη συναναστροφή μαζί μου: H συμπεριφορά του σε διώχνει.

[μσν. διώχνω < αρχ. διώ(κω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. διωξ- κατά το σχ.: αρχ. δηξ- (ἔδηξα) - δάκνω (δες στο δαγκώνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
διώχνω,
βλ. διώκω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες