Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διώξιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διώξιμο το [δjóksimo] Ο50 : η ενέργεια του διώχνω: Tον έχουν για ~, πρόκειται να τον απολύσουν.

[διωξ- (διώχνω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες