Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διχρονίτικος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διχρονίτικος -η -ο [δixronítikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) δίχρονος 2.

[δίχρον(ος) 2 -ίτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες