Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διφθέρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διφθέρα η [δifθéra] Ο25 : δέρμα που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα ως γραφική ύλη· (πρβ. περγαμηνή).

[λόγ. < αρχ. διφθέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες