Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δισταγμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δισταγμός ο [δistaγmós] Ο17 : η αμφιβολία για την ορθότητα μιας ενέργειας ή ο φόβος της αποτυχίας, που έχει ως συνέπεια τη δυσκολία στη λήψη κάποιας απόφασης: Έχω πολλούς δισταγμούς, αν θα πρέπει να αναλάβω αυτή την υποχρέωση. Aπάντησε αμέσως χωρίς κανένα δισταγμό. Άνθρωπος που δεν έχει ηθικούς δισταγμούς, ενδοιασμούς.

[λόγ. < ελνστ. δισταγμός]

[Λεξικό Κριαρά]
δισταγμός ο.
  • Αμφιβολία:
    • έχει ο νους σου δισταγμόν (Αχιλλ. N 1185).

[μτγν. ουσ. δισταγμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες