Παράλληλη αναζήτηση
88 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δις [δís] επίρρ. : (λόγ.) δύο φορές: Kαταδικάστηκε ~ εις θάνατο(ν). απάρχ. ΦΡ το ~ εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, το να κάνει κάποιος τα ίδια λάθη δείχνει έλλειψη σύνεσης.
[λόγ. < αρχ. δίς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δις το [δís] Ο (άκλ.) : (συχνά με απόλ. αριθμτ.) συντετμημένος τύπος της λέξης δισεκατομμύριο.
[σύντμ. του δισ(εκατομμύριο)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δισάγγονον το,
- βλ. δισέγγονο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισάκι το [δisáki] Ο44 : δύο μεγάλες σακούλες από χοντρό ύφασμα ή από δέρμα, ενωμένες στο επάνω μέρος με μια πλατιά λουρίδα, που τις κρεμούσαν, καθεμιά από διαφορετική πλευρά, στους ώμους ή στο σαμάρι του ζώου.
[μσν. δισάκκι(ν) < ελνστ. δισάκκιον (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δισάκιον το· δισάκι· δισάκιν.
-
- Διπλός σάκος, ταγάρι:
- Δεν ηξέρομε τις έβαλεν το ασήμι μας εις τα δισάκια μας (Πεντ. Γέν. XLIII 22).
[μτγν. ουσ. δισάκκιον. Ο τ. ‑ι στο Meursius (λ. ‑ιον) και σήμ.]
- Διπλός σάκος, ταγάρι:
[Λεξικό Κριαρά]
- δισάκονον το,
- βλ. δισέγγονο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισανθρακικός -ή -ό [δisanθrakikós] Ε1 : (χημ.) διττανθρακικός.
[λόγ. δις (επίρρ.) + ανθρακικός μτφρδ. γαλλ. bicarbonate]
[Λεξικό Κριαρά]
- δισγράτσια η,
- βλ. ντισγράτσια.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισδιάστατος -η -ο [δizδiástatos] Ε5 : που έχει δύο διαστάσεις δηλ. μήκος και πλάτος: Δισδιάστατη προβολή ενός τρισδιάστατου αντικειμένου.
[λόγ. δις (επίρρ.) + διάστα(σις) -τος μτφρδ. γαλλ. à deux dimensions ή γερμ. zweidimensional]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δισέγγονο το [δiséŋgono] Ο41 : ο δισέγγονος ή η δισεγγονή κάποιου: Έζησε και είδε εγγόνια και δισέγγονα.
[δις (επίρρ.) + εγγόν(ι) -ο]