Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διορθώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διορθώνω [δiorθóno] -ομαι Ρ1 : 1α. σε γραπτό ή σε προφορικό λόγο, επισημαίνω ένα λάθος και το αντικαθιστώ με το σωστό ή υποδεικνύω το σωστό: ~ τα ορθογραφικά / τα συντακτικά / τα εκφραστικά λάθη του μαθητή. Tα γραπτά δε διορθώθηκαν ακόμη. Διορθωμένα τυπογραφικά δοκίμια. || ~ κπ., του υποδεικνύω το λάθος του: Nα με διορθώσεις, αν πω κάποια ανακρίβεια. Ο δάσκαλος διορθώνει το μαθητή. β. αντιμετωπίζω με επιτυχία τα στοιχεία εκείνα που δημιούργησαν εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη μιας κατάστασης ή που ήταν υπεύθυνα για κάποια αρνητικά αποτελέσματα: Πρέπει να διορθώσουμε τα σφάλματα του παρελθόντος. Προσπαθεί να διορθώσει την κακή εντύπωση που δημιούργησε με τη συμπεριφορά του. || βελτιώνω: Διορθώθηκαν πολύ τα οικονομικά μου / η βαθμολογία του. 2α. επαναφέρω κτ. στην κατάσταση που ήταν πριν υποστεί κάποια φθορά ή βλάβη, το επιδιορθώνω ή το επισκευάζω: ~ τα παπούτσια / τα έπιπλα / το αυτοκίνητο / τη μηχανή. || επαναφέρω κτ. στον ορθό τρόπο λειτουργίας, από τον οποίο είχε παρεκκλίνει: ~ την εικόνα της τηλεόρασης / την πορεία του πλοίου. β. αλλάζω κτ. για να το κάνω καλύτερο από ό,τι ήταν αρχικά: Ο ράφτης θα διορθώσει το σακάκι, γιατί δεν το πέτυχε. Tα σχέδια του σπιτιού έχουν διορθωθεί πολλές φορές. 3α. (για πρόσ.) απαλλάσσω κπ. από τα ελαττώματά του ή από τις αδυναμίες του ή περιορίζω τις συνέπειές τους, με την κατάλληλη αγωγή: Aπό τότε που πήγε σχολείο διορθώθηκε πολύ / διορθώθηκε η συμπεριφορά του. Aυτός δε διορθώνεται με τίποτε, είναι αδιόρθωτος. (απειλή) Θα σε διορθώσω εγώ!, θα σε τιμωρήσω. || Διορθώθηκε στην ορθογραφία / στα μαθηματικά. β. εξαλείφω μια σωματική ατέλεια ή αδυναμία ή περιορίζω τις αρνητικές της συνέπειες: Tα γυαλιά διορθώνουν την όραση. Όσο μεγαλώνει, τόσο διορθώνεται, ομορφαίνει ή ο χαρακτήρας του γίνεται καλύτερος.

[λόγ. < αρχ. διορθ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
διορθώνω· διορτώνω· μτχ. διορθώνοντα.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Επαναφέρω κάπ. στο σωστό δρόμο:
      • έδραμε στον πνευματικόν διά να τον διορθώσει (Λίμπον. 343).
    • 2)
      • α) Τακτοποιώ:
        • περιμαζώνει ο Λούπουλος στρατεύματα, καλά τα διορθώνει (Ιστ. Βλαχ. 962
      • β) ρυθμίζω, κανονίζω:
        • ο μισίρ Ντζεφρές εδιόρθωσεν το πράγμα (Χρον. Μορ. H 8288
      • γ) «κανονικά» κάνω κ., (προκ. για ομιλία) «κανονικά» διηγούμαι:
        • Είπασιν δε κι εδιόρθωσαν διά τό ήσαν εις την μάχην (Χρον. Μορ. H 1990
      • δ) (προκ. για διαθήκη, κληρονομιά):
        • τα πάντα του όλα εδιόρθωσεν, έγραψεν και εβούλλωσέ τα (Χρον. Μορ. H 2445
      • ε) ετοιμάζω:
        • εδεκεί πόλεμον διορθώναν (Αχέλ. 1657).
    • 3) Συγκροτώ, οργανώνω:
      • εδιόρθωσεν φουσσάτα εκ την στερέαν (Χρον. Μορ. H 8791).
    • 4) (Προκ. για γραπτό κείμενο) αναθεωρώ, διορθώνω τα λάθη:
      • (Αλεξ. Επίλ. 5).
    • 5) Επανορθώνω:
      • γυναικός της άπιστης, το παλαιόν της σφάλμα πιστού βοσκού ευσέβεια να διορθώσει αντάμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1107]).
    • 6) Παρατάσσω:
      • έξω στον κάμπον τον λαόν καλώς να διορθώσει (Αχέλ. 2417).
    • 7) Ορίζω, διατάζω:
      • Κάτεργα εξήντα ερόγεψεν … κι εδιόρθωσε να πλέψουσιν (Χρον. Μορ. H 8787).
    • 8) Διορίζω:
      • τον μέγαν τον κοντόσταυλον … εδιόρθωσεν και άφηκεν μπάιλον (Χρον. Μορ. H 7773).
    • 9)
      • α) Εγκαθιστώ κάπ.:
        • επήρεν τους και απήλθασιν εις των Σκορτών τα μέρη· εκείσε τους εδιόρθωσεν (Χρον. Μορ. H 7199
      • β) στήνω, τοποθετώ κ.:
        • σκάλες εδιόρθωσαν την νύκταν να την κλέψουν (Χρον. Τόκκων 95).
    • 10) Επισκευάζω:
      • Οι Τούρκοι … τον τόπον εδιόρθωσαν, χωρία και κατούνες (Χρον. Τόκκων 3293).
    • 11)
      • α) Εκτελώ:
        • Ως φρόνιμους και τακτικούς κρυφά να το διορθώσουν (ενν. το πράγμα, την πουλησιά της κόρης) (Φλώρ. 922
      • β) ενεργώ:
        • το πώς να διορθώσουσι περί της βασιλείας (Χρον. Μορ. P 907).
    • 12)
      • α) Αποφασίζω:
        • ευθύς γαρ εδιόρθωσεν και εθανάτωσάν τον (Χρον. Τόκκων 2860
      • β) συμφωνώ:
        • να διορθώσουν μετ’ αυτού την Άρταν να του δώκουν (Χρον. Τόκκων 2939
      • γ) καταρτίζω σχέδιο:
        • Καλά το εδιόρθωσαν, εγγύς ήλθε να γένει (Βίος Δημ. Μοσχ. 319).
    • 13) Συμβουλεύω:
      • ευτύς τους εδιόρθωσαν το πώς διά να πράξουν (Χρον. Μορ. P 7020).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Επανέρχομαι στο σωστό δρόμο, σωφρονίζομαι:
        • πάντα να διορθώνεσαι και να ξεμολογάσαι (Αλφ. (Μπουμπ.) II 22
      • β) επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή κατάσταση, ορθοποδώ:
        • να … ημπορήσομε να διορθωθούμεν (Μαχ. 5345).
    • 2)
      • α) Ετοιμάζομαι:
        • Ο βασιλεύς εχάρηκε, τον θείον του δε κράζει, λέγει του να διορθωθεί (Βίος Δημ. Μοσχ. 436
      • β) παρατάσσομαι:
        • στον κάμπον τα φουσσάτα του, για να διορθωθούσι (Αχέλ. 272
      • γ) εξοπλίζομαι:
        • με τζακρατόρους, με σκευές, καλά διορθωμένους (Χρον. Τόκκων 3766).

[<διορθώ. Η λ. το 10.-11. αι. (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες