Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διοικώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διοικώ [δiikó] -ούμαι Ρ10.9 : εκτελώ τη λειτουργία της διοίκησης, ασκώ διοίκηση σε μια δημόσια ή δημοσίου δικαίου επιχείρηση ή οργανισμό ή στο στρατό: H τράπεζα διοικείται από πολυμελές συμβούλιο. Ο ταγματάρχης διοικεί ένα τάγμα. Ξέρει να διοικεί, έχει διοικητικές ικανότητες. || ~ ένα κράτος, κυβερνώ.

[λόγ. < αρχ. διοικῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
διοικώ· δοικώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Ρυθμίζω, κανονίζω· διευθύνω, κυβερνώ:
      • πώς πρέπει να διοικεί (ενν. ο αρχιερεύς) τα πράγματα της εκκλησίας (Βακτ. αρχιερ. 173· Διγ. Gr. 1763).
    • 2) ?Εργάζομαι:
      • ομοιάζει του πραγματευθή οπού δοικά στο φόρον (Πικατ. 228).
    • 3) Είμαι επίτροπος κάπ.:
      • ομνύνται οι κουράτορες του βλεπήσαι και διοικήσαι τοις ορφανοίς καλώς (Ελλην. νόμ. 52725).
    • 4) Επαρκώ, φτάνω:
      • είπε μου μέσα ο λογισμός: «Τούτο δοικά και σώνει» (Απόκοπ. 152· Κατζ. Γ´ 203).
  • II. (Μέσ.) «κυβερνιέμαι»· κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου:
    • αδελφέ, πώς είσαι; πώς δοικάσαι; (Φαλιέρ., Ιστ. 213· Απόκοπ. 147), (Σκλέντζα, Ποιήμ. 179).

[αρχ. διοικέω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διοικών -ούσα -ούν [δiikón] Ε12β : (λόγ.) που ασκεί διοίκηση: H διοικούσα επιτροπή. || (ως ουσ.) οι διοικούντες.

[λόγ. μεε. του ρ. διοικώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες