Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαιοπραξία η [δikeopraksía] Ο25 : (νομ.) δήλωση ενός προσώπου ότι επιθυμεί να συσταθεί, να αλλοιωθεί ή να καταργηθεί κάποιο νομικό του δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το αστικό δίκαιο: Mονομερής ~, που εκφράζει τη βούληση ενός μόνο προσώπου, όπως π.χ. η διαθήκη. Διμερής ~, σύμβαση.
[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + πράξ(ις) -ία (πρβ. ελνστ. δικαιοπραξία `δίκαιη πράξη΄)]