Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικέλλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δικέλλιν το.
  • Διχαλωτό σκαλιστήρι, δικέλλι:
    • (Σπανός D 1690).

[παλαιότ. ουσ. δικέλλιον (4. αι., DGE· βλ. και LBG) <αρχ. ουσ. δίκελλα + κατάλ. ιον. Τ. ι στο Somav. (έλι) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες