Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διδάσκαλος ο [δiδáskalos] Ο19 θηλ. διδασκάλισσα [δiδaskálisa] Ο27 : (λόγ.) δάσκαλος. || Οι Διδάσκαλοι του Γένους, λόγιοι, κληρικοί ή λαϊκοί που με το έργο τους διαφώτισαν και δίδαξαν το υπόδουλο γένος, κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. διδάσκαλος· λόγ. < μσν. διδασκάλισσα < διδάσκαλ(ος) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- διδάσκαλος ο· δάσκαλος· υπερθ. δασκαλότατος.
-
- 1) Αυτός που διδάσκει, δάσκαλος:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 1124).
- 2) Το ουσ. ως επίθ. =
- α) μορφωμένος, σοφός:
- Δασκάλοι, αθρώποι φρόνιμοι κομπώνουνται και σφάνου (Ερωτόκρ. Γ´ 313)·
- β) έμπειρος, ικανός:
- δάσκαλος εις την πράξη (Ριμ. κόρ. 708).
- α) μορφωμένος, σοφός:
- 3) Εξηγητής του θείου λόγου, ιεροκήρυκας:
- δασκάλους της θεολογίας (Μαχ. 268).
[αρχ. ουσ. διδάσκαλος. Η λ. και ο τ. (Meursius, Βλάχ.) και σήμ.]
- 1) Αυτός που διδάσκει, δάσκαλος: