Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφθορέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφθορέας ο [δiafθoréas] Ο21 : 1. αυτός που διαφθείρει. α. για κπ. που ασκεί καταστρεπτική επιρροή στην ηθική ενός συνήθ. ευρύτερου συνόλου ανθρώπων: ~ της κοινωνίας. ~ συνειδήσεων, που εξαγοράζει ανθρώπους. β. αυτός που αποπλανά και διακορεύει ένα κορίτσι. 2. για κτ. που ασκεί κακή επίδραση στην ηθική των ανθρώπων: H φιλοχρηματία είναι μεγάλος ~.

[λόγ. < αρχ. διαφθορεύς, αιτ. -έα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες