Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατυμπανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατυμπανίζω [δiatimbanízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. γνωστό σε έναν πολύ ευρύ κύκλο ανθρώπων και με τρόπο προκλητικό ή επιδεικτικό, ενώ θα έπρεπε να μην το αποκαλύψω ή να μην του δώσω μεγάλη δημοσιότητα: Tου εμπιστεύτηκα κτ. και αυτός άρχισε να το διατυμπανίζει. Διατυμπανίζει τις επιτυχίες του. H φιλανθρωπία δεν πρέπει να διατυμπανίζεται.

[λόγ. δια- τύμπαν(ον) -ίζω μτφρδ. γαλλ. tambouriner, tympaniser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες