Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατάζω [δiatázo] -ομαι Ρ αόρ. διέταξα, απαρέμφ. διατάξει, παθ. αόρ. διατάχτηκα, απαρέμφ. διαταχτεί : εκδηλώνω την επιθυμία μου: α. ως διαταγή: Σε ~ να σταθείς προσοχή. Ο λοχαγός διέταξε να επιτεθούμε. Διέταξε να θανατώσουν τους αιχμαλώτους. || Διατάξτε!, ως απάντηση ιδίως στρατιωτικού σε ονομαστική πρόσκλησή του από έναν ανώτερο. β. δίνοντας εντολή σε κπ. να κάνει κτ.: Ο γιατρός διέταξε για τον ασθενή ανάπαυση / αυστηρή δίαιτα. || Διατάχτηκε να φύγει για τη νέα του θέση.

[μσν. διατάζω < ελνστ. διατάσσω, αρχ. σημ.: `ορίζω την τάξη΄, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. διαταξ-]

[Λεξικό Κριαρά]
διατάζω,
βλ. διατάσσω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες