Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασχίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασχίζω [δiasxízo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. διέσχισα, απαρέμφ. διασχίσει : 1α. κινούμαι σε μία, συνήθ. μεγάλη, έκταση και από τη μία άκρη της φτάνω συνήθ. στην άλλη: Tα καραβάνια διασχίζουν τις ερήμους, τα πλοία τους ωκεανούς, τα αεροπλάνα τον ουρανό. ~ ένα δρόμο, περνώ από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο. β. περνώ ανάμεσα από κτ.: ~ ένα δάσος / το συγκεντρωμένο πλήθος. || Οι προβολείς διασχίζουν το σκοτάδι. || (επέκτ.): Mια δυνατή κραυγή διέσχισε την ησυχία της νύχτας. 2. βρίσκομαι σε μία, συνήθ. μεγάλη, έκταση και από τη μία άκρη της φτάνω στην άλλη: Tο ποτάμι / ο δρόμος / η σιδηροδρομική γραμμή διασχίζει την πόλη.

[λόγ. < αρχ. διασχίζω `σκίζω στα δύο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες