Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασάφηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασάφηση η [δiasáfisi] Ο33 : 1. διασαφήνιση. 2. έγγραφο με το οποίο ζητείται η εκτελώνιση ενός εμπορεύματος.

[λόγ. < ελνστ. διασάφη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες