Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαρρήγνυμι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διαρρήγνυμι.
  • Απομακρύνω, βγάζω από τη μέση:
    • τα σκάνδαλα εκ μέσου διάρρηξον (Δούκ. 2676).

[αρχ. διαρρήγνυμι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες