Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπρύσιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπρύσιος -α -ο [δiaprísios] Ε6 : (λόγ.) ~ κήρυκας, αυτός που πολύ έντονα υποστηρίζει κτ. (ιδέα, ιδεολογία, θρησκεία κτλ.).

[λόγ. < αρχ. διαπρύσιος `διαπεραστικός (για ήχο)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες