Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπρύσιος -α -ο [δiaprísios] Ε6 : (λόγ.) ~ κήρυκας, αυτός που πολύ έντονα υποστηρίζει κτ. (ιδέα, ιδεολογία, θρησκεία κτλ.).
[λόγ. < αρχ. διαπρύσιος `διαπεραστικός (για ήχο)΄]