Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλογισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλογισμός ο [δialojizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαλογίζομαι. α. (λογ.) η διαδικασία με την οποία ο νους επεξεργάζεται κτ.: Ο συλλογισμός είναι ορισμένο είδος διαλογισμού. Άμεσος / έμμεσος / παραγωγικός / επαγωγικός ~. β. βαθιά σκέψη: Ήταν βυθισμένος σε διαλογισμούς.

[α: λόγ. < ελνστ. διαλογισμός, αρχ. σημ.: `εξίσωση λογαριασμών΄· β: ελνστ. διαλογισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
διαλογισμός ο.
  • Σκέψη, συλλογισμός, στοχασμός:
    • (Διγ. Άνδρ. 35412).

[αρχ. ουσ. διαλογισμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες