Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαλείπω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Παραλείπω, σταματώ να κάνω κ.:
- (Ιστ. πολιτ. 538).
- 2) Αφήνω κ.:
- ου διέλειπε το όνομα αυτού του άρχοντος από τα χείλη αυτού (Χειλά, Χρον. 353).
- 1) Παραλείπω, σταματώ να κάνω κ.:
- Β´ (Αμτβ.) λείπω, απουσιάζω:
- ου διέλειπον αστραπαί και βρονταί καθ’ εκάστην εσπέραν (Ψευδο-Σφρ. 51632).
[αρχ. διαλείπω]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλείπων -ουσα -ον [δialípon] Ε12 : (λόγ., επιστ.) που δεν είναι συνεχής: ~ φάρος, που αναβοσβήνει. || (ιατρ.) ~ πυρετός. Διαλείπουσα χωλότητα.
[λόγ. < αρχ. διαλείπων μεε. του ρ. διαλείπω `αφήνω κενό΄]