Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακίνηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακίνηση η [δiakínisi] Ο33 : η ενέργεια του διακινώ. 1α. μεταφορά οικονομικών αγαθών: H ~ πρώτων υλών / γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων / κεφαλαίων. Tο (τάδε) λιμάνι είναι κέντρο διακίνησης ναρκωτικών. || διανομή, διάθεση: Kατηγορείται για παράνομη ~ χρυσού. Tα πρακτορεία τύπου αναλαμβάνουν τη ~ εφημερίδων και περιοδικών. H ~ της αλληλογραφίας γίνεται με το ταχυδρομείο. || ~ εμπορίου, διεξαγωγή. β. διάδοση, κυκλοφορία πνευματικών αγαθών: Στην εποχή μας η ~ των νέων ιδεών και επιτευγμάτων γίνεται με ταχύτατο ρυθμό. 2. μεταφορά επιβατών ή μετακίνηση ανθρώπων: H ~ των πολιτών στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελεύθερη.

[λόγ. < ελνστ. διακίνη(σις) -ση `ελαφριά κίνηση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες