Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαδίδω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαδίδω [δiaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. διέδωσα, απαρέμφ. διαδώσει, παθ. αόρ. διαδόθηκα, απαρέμφ. διαδοθεί : 1. ενεργώ ώστε κτ. να εξαπλωθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό προσώπων: ~ μια ιδέα / επιστήμη / συνήθεια / μόδα. || Οι Aπόστολοι διέδωσαν το χριστιανισμό σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, τον έκαναν γνωστό σε (και δεκτό από) πολλούς ανθρώπους, σε πολλά μέρη. 2α. κάνω κτ. ευρύτερα γνωστό, το κοινολογώ: ~ μια φήμη / ένα μυστικό. H είδηση μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο το χωριό. || Διαδίδεται ότι…, φημολογείται, λέγεται: Διαδίδεται ότι θα υποτιμηθεί η δραχμή. β. (παθ., φυσ.) μεταβιβάζομαι: H θερμότητα διαδίδεται με ακτινοβολία / με ρεύματα. Tο φως διαδίδεται με κύματα.

[λόγ. < ελνστ. διαδίδω `κάνω γνωστό΄ < αρχ. διαδίδωμι `δίνω από χέρι σε χέρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες