Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβιβάζω [δiavivázo] -ομαι Ρ2.1 : στέλνω, μεταδίδω σε κπ. ένα μήνυμα μέσο ενός τρίτου: ~ σε κπ. τις ευχές / τις ευχαριστίες μου. Παρακαλώ να του διαβιβάσετε τους χαιρετισμούς μου. || στέλνω κτ. κάπου μέσο μιας οδού, συνήθ. υπηρεσιακής: Tο έγγραφό σας διαβιβάστηκε στο αρμόδιο υπουργείο. H αίτησή σας θα διαβιβαστεί υπηρεσιακώς.
[λόγ. < αρχ. διαβιβάζω `μεταφέρω ανθρώπους΄ σημδ. γαλλ. transmettre]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαβιβάζω.
-
- 1) Φρ. διαβιβάζω την ψυχήν = πεθαίνω:
- (Σφρ., Χρον. 1649).
- 2) Περνώ:
- Εγκέφαλον ερίφου λαβών, πρώτον διαβιβάσας εις δακτύλιον χρυσούν (Ιερακοσ. 39113).
- 3) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
- διεβιβάσαμεν το καλοκαίριν όλον εκεί (Πανάρ. 7823· Δούκ. 3927).
[αρχ. διαβιβάζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Φρ. διαβιβάζω την ψυχήν = πεθαίνω: