Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαίρεσις η.
-
- 1) Βαθμός:
- περί διαιρέσεως συγγενείας (Βακτ. αρχιερ. 139).
- 2) Χωρισμός, σχίσμα:
- γέγονεν η ένωσις ουχ ένωσις, αλλά διαίρεσις (Έκθ. χρον. 714).
- 3) Αντίθεση (γνωμών), διαφωνία:
- διαίρεσιν εις τας μαρτυρίας (Ασσίζ. 23619).
[αρχ. ουσ. διαίρεσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Βαθμός: