Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διήρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διήρης, επίθ.
  • (Προκ. για πλοίο) που έχει δυο σειρές κουπιά:
    • πλοία διήρεα (Δούκ. 2432).
  • Το θηλ. ως ουσ. = πλοίο με δυο σειρές κουπιά:
    • εν διήρεσι και άλλοις ακατίοις (αυτ. 40325).

[αρχ. επίθ. διήρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες