Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάφορο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάφορο το [δiáforo & δjáforo] Ο41 : (λαϊκότρ.) κέρδος, όφελος: Aπ΄ αυτή τη δουλειά δεν έχω ~. Tι ~ θα ΄χω εγώ;

[ελνστ. διάφορον, αρχ. σημ.: `διαφορά΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάφοροι -ες -α [δiáfori] Ε5 λόγ. γεν. πληθ. και διαφόρων : 1. για πρόσωπα ή για πράγματα, ομοειδή ως προς το κύριο χαρακτηριστικό τους, που διαφέρουν όμως μεταξύ τους και που τα αναφέρουμε μαζί, χωρίς όμως να κατονομάζουμε καθένα χωριστά: Είδαμε διάφορους γνωστούς. Πήγαμε σε διάφορα μέρη. Aκούσαμε διάφορες ενδιαφέρουσες απόψεις. Παραιτήθηκε για πολλούς και διάφορους λόγους. 2. (ως ουσ.) α. οι διάφοροι, θηλ. διάφορες, συνήθ. μειωτικά για πρόσωπα που δε θέλουμε να τα κατονομάσουμε: Δε με ενδιαφέρει τι λένε οι διάφοροι. β. τα διάφορα: Mην πιστεύεις τα διάφορα που ακούς. (έκφρ.) πολλά* και διάφορα.

[ελνστ. διάφοροι]

[Λεξικό Κριαρά]
διάφορον το· διάφορο.
  • 1) Τόκος:
    • έδωσάμεν όλο το χρέος και το διάφορον και εξέχρωσάμεν το ρουφέτι (Συναδ. φ. 72ν).
  • 2) Κέρδος, όφελος, συμφέρον:
    • δι’ ολίγον διάφορον τιμήν άνθρωπος χάνει (Κορων., Μπούας 126).

[αρχ. ουσ. διάφορον. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφοροποίηση η [δiaforopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφοροποιώ. α. επισήμανση διαφορών ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πράγματα, πρόσωπα, έννοιες, καταστάσεις: Πρέπει να γίνει μια ~ των δύο περιπτώσεων. β. εμφάνιση διαφορών ανάμεσα σε πράγματα ή σε έννοιες: Yπάρχουν διαφοροποιήσεις στις αρχικές θέσεις του. Είναι γνωστή η διαφοροποίησή του από τις θέσεις των συνεργατών του. || (βιολ.) εμφάνιση διαφορών ανάμεσα σε ομογενή κύτταρα ή ιστούς.

[λόγ. διαφοροποιη- (διαφοροποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφοροποιώ [δiaforopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. δείχνω, επισημαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες έννοιες ή πράγματα: Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία. β. για κτ. που αποτελεί στοιχείο διαφοράς, που διακρίνει μια έννοια, ένα πράγμα ή έναν άνθρωπο από κτ. ή από κπ. άλλο: Εκείνο που διαφοροποιεί την πρότασή του από όλες τις άλλες είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός που δείχνει προς το περιβάλλον. 2. (παθ.) α. για κτ. που αλλάζει, που γίνεται διαφορετικό από κτ. άλλο: Έχουν διαφοροποιηθεί οι σημερινές συνθήκες σε σχέση με τις τότε. β. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι να υποστηρίζω διαφορετικές θέσεις ή απόψεις σε σχέση με παλαιότερες δικές μου ή με εκείνες κάποιου άλλου: Ορισμένοι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος διαφοροποιήθηκαν από τις προτάσεις της κοινοβουλευτικής τους ομάδας. || ~ τη θέση μου / τη στάση μου, την αλλάζω, διαφοροποιούμαι.

[λόγ. διάφορ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. différencier]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάφορος -η -ο [δiáforos] Ε5 : (λόγ.) διαφορετικός. ANT ίδιος.

[λόγ. < αρχ. διάφορος]

[Λεξικό Κριαρά]
διάφορος (I) το.
  • 1) Κέρδος, ωφέλεια, συμφέρον:
    • θωρώντα τα κάτεργα πως διάφορος δεν είχαν (Βουστρ. 12819).
  • 2) Τόκος:
    • Δανεικόν ένι ένα πράγμα δομένον διά το διάφορος εκείνου (Ασσίζ. 2945).

[<ουσ. διάφορον. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διάφορος (II), επίθ.
  • 1) Διαφορετικός:
    • λαός πολύπλοκος εις διαφόρες γλώσσες (Χρον. Μορ. P 3841).
  • 2) Ποικίλος, διαφόρων ειδών:
    • διάφορα δενδρά (Λίβ. P 2724).
  • 3) (Συγκρ.) που αποδίδει περισσότερο κέρδος:
    • Άλλους τόπους … μεγαλοτέρους … και διαφοροτέρους (Κορων., Μπούας 53 (έκδ. διαφορε‑).)>

[αρχ. επίθ. διάφορος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διαφοροτερίτσιν, ουδ. επίθ.
  • (Κάπως) περισσότερο διαφορετικό ή επικερδές:
    • Αν … έπιανα φουρνητάρης, πολύν καλόν μ’ εξέβαινεν και διαφοροτερίτσιν (Προδρ. III 273-25 χφφ PK κριτ. υπ).

[<συγκρ. διαφορότερος του επιθ. διάφορος + κατάλ. ίτσιν· πβ. μικροτερίτσιν (Georgacas 1982: 324)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες